Τον κ. Τάκη, τον κ. Τάκη Κούρναβο, τον γνώριζα χρόνια. Φυσιογνωμικά όμως, όχι τίποτα περισσότερο. Ένα γεια στον δρόμο ανταλλάσσαμε κι αυτό ήταν όλο. Ανοιχτήκαμε λίγο περισσότερο ο ένας στον άλλο τον τελευταίο καιρό όταν αυτός μου έφερνε κάποιες επιστολές του προς δημοσίευση ή κάποιες παλιές φωτογραφίες για τη σχετική στήλη της Κυριακάτικης Ελευθερίας ή ακόμη σε προσπάθειές του να μου επισημάνει τα κακώς κείμενα της περιοχής.
Ευγενής, με άποψη στοιχειοθετημένη, από τις σύντομες κουβέντες μας πάντα είχα κάτι να κερδίσω. Μια μέρα μιλούσαμε για το πόσο αναγκαίο είναι να δημιουργηθεί ένα λαογραφικό μουσείο στην Αγιά και ποια θα ήταν τα οφέλη για την κοινωνία της. «Εγώ» μου είπε «πρώτος θα δώσω, αν χρειαστεί, ένα σωρό παλιά πράγματα» και κάπου εκεί μου αποκάλυψε πως είναι… συλλέκτης παλιών αντικειμένων. «Συλλέκτης;» τον ρώτησα με απορία και, δεν το κρύβω, με μια δόση ειρωνείας αμφισβητώντας τον κάπου. «Ναι» μου απάντησε «κι όχι μόνο συλλέκτης πραγμάτων που όλοι κάποτε είχαμε στα σπίτια μας, αλλά μετά τα πετάξαμε γιατί μας έφαγε η πρόοδος, αλλά ταυτόχρονα μανιώδης φιλοτελιστής, νομισματοσυλλέκτης, συλλέκτης χαρτονομισμάτων, λαχείων και τηλεκαρτών, παλιών φωτογραφιών, ακόμη και… σπιρτόκουτων».
«Θα μου επιτρέψεις να τα δω όλα αυτά;» τον ρώτησα και το ραντεβού κλείστηκε εκείνη τη στιγμή κιόλας, σε λίγες ημέρες μετά στο σπίτι του.
Με υποδέχτηκε με χαρά, αλλά και προετοιμασμένος αφού ήδη είχε «στρώσει» πάνω στη μεγάλη τραπεζαρία του σαλονιού μέρος όσων επτά δεκαετίες τώρα συγκεντρώνει υπομονετικά. Εννιά χιλιάδες γραμματόσημα, πάνω από τριακόσια νομίσματα και χαρτονομίσματα, όλες οι εκδόσεις λαχείων των τελευταίων δέκα χρόνων, δεκάδες τηλεκάρτες. Ένας απίστευτος πλούτος που ο όγκος του ήταν αρκετός για να με εντυπωσιάσει εξαρχής.
«Γεννήθηκα το 1941» μου λέει «και ξεκίνησα με τη συλλογή γραμματοσήμων, που είναι και η μεγάλη μου αγάπη, το 1949. Ήμουν πιτσιρικάς, πουλούσα εφημερίδες και μια μέρα ο Μιλτιάδης Δανιήλ, ο προϊστάμενος τότε των τριών Τ – Ταχυδρομείου, Τηλεφωνείου, Τηλεγραφείου – μου ζήτησε να του αφήνω καθημερινά μια εφημερίδα την οποία θα μου επέστρεφε με το τέλος της διανομής ανταμείβοντάς με γι’ αυτό με ένα ή περισσότερα γραμματόσημα! Έτσι άρχισα και σιγά σιγά, βοηθούμενος απ’ το ότι δούλευα στο πρακτορείο εφημερίδων, λαχείων, περιοδικών και βιβλίων του Δημήτρη Μιχόπουλου όπου μπαινόβγαινε πολύς και καλός κόσμος, εμπλούτιζα συνεχώς τη συλλογή. Αργότερα άλλωστε, όταν μεγάλωσα, γράφτηκα μέλος και σε φιλοτελικές λέσχες».
Ξεκινώ να περιεργάζομαι τα γραμματόσημα. Τι να πρωτοδείς, τι να πρωτοθαυμάσεις! Τα παλιότερα του 1870 – 1880 από το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία. Κι από ‘κει και ύστερα απ’ όλες σχεδόν τις δεκαετίες ως σήμερα. Άλλα τα περνώ φευγαλέα, σε άλλα όμως το μάτι μου καρφώνεται πάνω τους. Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας και Αυτοκράτειρα των Ινδιών Βικτωρία, το 1870. Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄, τελευταίος Αυτοκράτορας Γερμανίας και Πρωσίας. Χίτλερ. Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Ένα πληθωριστικό Γερμανικό με την τιμή του στα διακόσια εκατομμύρια μάρκα μας πληροφορεί ότι και οι Γερμανοί κάποτε είχαν οικονομικά προβλήματα. Όλοι οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικάνικες Πολιτείες σε εκδόσεις που σταμάτησαν το 1950. «Ιστορικά» αποκρίνομαι στον κ. Τάκη. «Βέβαια ιστορικά» μου απαντά με περισσή περηφάνια και μου επισημαίνει το εξής «Μέσα από τις απεικονίσεις των γραμματοσήμων, Νίκο, μαθαίνεις την ιστορία, σημαντικά αθλητικά γεγονότα, τις θρησκείες, τη φύση και τη γεωγραφία κρατών απ’ όπου αυτά προέρχονται». «Αλήθεια, από πόσα κράτη έχεις;» τον ρωτάω και η απάντηση έρχεται εντυπωσιακή. «Από 140. Ακόμη κι από χώρες πολύ μακρινές. Γουαδελούπη, Τανγκανίκα, Ουγκάντα, Κένυα…!!!».
Όλα τα έχει τακτοποιημένα κατά κράτος σε ειδικά βιβλία. «Για έναν σωστό φιλοτελιστή» μου εξηγεί «πολλά παίζουν ρόλο στην αξία του γραμματοσήμου. Δεν είναι μόνο η σπανιότητα. Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αρτιότερα. Ο χρωματισμός να μην έχει φθαρεί. Από τα γρανάζια του να μη λείπουν κομμάτια. Τα σφραγισμένα έχουν τη μισή αξία». Με καμάρι μου δείχνει εκδόσεις φεγιέ, τριπλά γραμματόσημα με μία παράσταση που αν λείπει το ένα δεν μπορείς να τη δεις όλη, και Φακέλους Πρώτης Ημέρας Κυκλοφορίας.
Περνάω στη συλλογή με τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα. Κέρματα σχεδόν απ’ όλη τη νεώτερη Ελλάδα, από το 1876 με τις δυναστείες των βασιλέων. Κέρματα περιόδων, όπως της δικτατορίας, ή αθλητικών αγώνων, όπως Βαλκανικών και Ολυμπιακών. Χαρτονομίσματα από το 1924 με την εικόνα του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή, επί διακυβέρνησης Καποδίστρια, της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος της χώρας. Χαρτονομίσματα κατοχικά με τις χαρακτηριστικές εξωφρενικές αξίες των πεντακοσίων, λόγου χάρη, εκατομμυρίων. Κάποια του 1936 υφασμάτινα, μεταξωτά. Μιλάμε για ώρα και περιεργαζόμαστε ένα Οθωμανικό γρόσι και τον τουγρά που φέρει στη μια όψη, έμβλημα του εκάστοτε Σουλτάνου.
Δίπλα σ’ όλα αυτά, απλωμένα όμορφα στο τραπέζι, λαχεία. «Μαζεύω» μου λέει «από το 2008 – 2009». «Ως τότε είχαν κάθε βδομάδα την ίδια απεικόνιση. Από ‘κείνη τη χρονιά, κάθε βδομάδα, κάθε έκδοση, έχει και διαφορετική απεικόνιση, ακόμη και διαφορετική απόχρωση κι ως εκ τούτου έχουν αποκτήσει κι αυτά συλλεκτική αξία. Λίγοι είναι αυτοί που συλλέγουν λαχεία» μου τονίζει και καταλήγουμε να κοιτάμε τη συλλογή με τις δεκάδες τηλεκάρτες που μια φορά κι έναν καιρό, πριν εμφανιστούν τα κινητά τηλέφωνα, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες.
Κι εκεί που νομίζω ότι έχουμε τελειώσει και η έκπληξή μου με όλα αυτά που έχω δει ολοκληρώνεται, «έλα» μου λέει «να σε πάω και στην αποθήκη να σου δείξω τι άλλο έχω». Κατεβήκαμε στο υπόγειο του σπιτιού και η έκπληξη γι’ αυτόν τον άνθρωπο διπλασιάστηκε. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο υπόγειο. Ήταν ένα σωστό… λαογραφικό μουσείο!! Παλιά ογκώδη βαρέλια του κρασιού, νταμιτζάνες, αγροτικά εργαλεία, κεντήματα του 1890, καλλιτεχνήματα από το δημοτικό σχολείο στη δεκαετία του 1940, χάρτες παλιοί, δεκάδες παλιά βιβλία και περιοδικά, εκατοντάδες φωτογραφίες από μια Αγιά που χάθηκε ανεπιστρεπτί, παλαιότυπα και, κάπου σε μια άκρη, τοποθετημένη επιμελώς μια τελείως πρωτότυπη συλλογή. Συλλογή σπιρτόκουτων Ελληνικών, μα και σπάνιων Αυστραλέζικων με απεικόνιση επάνω τις αυτόχθονες φυλές της τόσο μακρινής αυτής χώρας…
Συζητήσαμε για ώρα. Απολαυστικός είναι ο κ. Τάκης. Ο συνταξιούχος πια, λίγο πάνω απ’ τα 80, αγρότης κι έμπορος κάποτε αγροτικών ελκυστήρων. Με το μυαλό του ξυράφι και τη μνήμη του ανεπηρέαστη ακόμη, μπορεί για ώρες να σου εξιστορεί παλιές Αγιώτικες ιστορίες. Αποχαιρετισθήκαμε δείχνοντάς μου την κάβα του, όπως ο ίδιος μου τη χαρακτήρισε. Ένα μπουκάλι κρασί, ένα μπουκάλι τσίπουρο κι ένα μπουκάλι ρόδι. «Η απόλαυσις του Παραδείσου» μου είπε με νόημα κλείνοντάς μου το μάτι και δείχνοντας, αφήνοντας στο τέλος ως κερασάκι στην τούρτα, αυτό να γράφεται σε πινακίδα που φυλάσσει ως κόρη οφθαλμού και η οποία κοσμούσε το 1929 το καφενείο του πατέρα του…
Νίκος Γουργιώτης