Βιολογικά προϊόντα
Ανάγκη στη διατροφή, ανάγκη για το περιβάλλον,
μα λίγες όμως οι αντίστοιχες καλλιέργειες
Πως μας περιγράφει την κατάσταση σήμερα
βιοκαλλιεργητής μήλων από την περιοχή της Αγιάς
(Συνέντευξη στον Νίκο Γουργιώτη για την εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” τον Οκτώβριο του 2021)
Ο συνδυασμός της υποβάθμισης του περιβάλλοντος από τη χρήση χημικών εισροών στη γεωργία και τα επιβλαβή αποτελέσματα στην ανθρώπινη υγεία είναι αλήθεια ότι κάνουν αναγκαία τη στροφή προς ένα διαφορετικό αγροτοδιατροφικό μοντέλο, βασισμένο σε ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα.
Η χώρα μας την τελευταία 15ετία έκανε βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, ενθαρρυντικά, που όμως δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει ιδιαιτέρως ικανοποιητικά. Παίρνοντας ως παράδειγμα τη μηλοκαλλιέργεια, αναζητήσαμε έναν βιοκαλλιεργητή παραγωγό του Δήμου Αγιάς, που σαν περιοχή δεσπόζει πανελληνίως στην παραγωγή μήλου, ώστε να δούμε μέσα από τη δική του ενασχόληση και εμπειρία ποια η εξάπλωση της βιοκαλλιέργειας. Μιλήσαμε με τον κ. Γεωργοβίτσα Απόστολο, νέο αγρότη, ο οποίος μετά τις σπουδές του στο Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων του ΤΕΙ Λάρισας, επέλεξε να ασχοληθεί από το 2016 με τη βιολογική καλλιέργεια.
«Τα βιολογικά προϊόντα θα έπρεπε ν’ αποτελούν πρόταση και τρόπο ζωής στη σύγχρονη πραγματικότητα» μας είπε «μα δυστυχώς για πολλούς και διαφόρους λόγους μένουμε μόνο στην κουβέντα και δεν κάνουμε πράξη αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο».
Τα λόγια του αποδεικνύονται και από τους αριθμούς. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μόλις το 3,67% των συνολικών στρεμμάτων σε μηλεώνες καλλιεργείται με βιολογικές μεθόδους. Από τα 93770 στρέμματα δηλαδή, μόλις τα 3439. Αυτά τα νούμερα γίνονται ακόμη χειρότερα αν σκεφθεί κανείς ότι το 2006 καλλιεργούνταν βιολογικά 1929 στρέμματα με μηλιές, κάτι που δείχνει περίτρανα το πόσο αργά κινούμαστε ως προς το θέμα αυτό. Επίσης, στα τέλη του 2005 η Ελλάδα διέθετε γενικά σε όλα τα προϊόντα της 15412 βιοκαλλιεργητές, νούμερο που για να το διπλασιάσει πέρυσι το 2020, και να φθάσει αισίως τους 31907, χρειάστηκαν να περάσουν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Τον ρωτήσαμε αν υπάρχει ζήτηση για βιολογικό μήλο. «Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν την ποιότητα του βιολογικού, αλλά πολλοί είναι κι αυτοί που στέκονται στην αναπόφευκτα πιο ακριβή τιμή του ή και ‘κείνοι που δυσκολεύονται να το βρουν, αφού αγορές δεν υπάρχουν παντού» μας απάντησε παραθέτοντάς μας παράλληλα και τα οφέλη όλων γενικά των βιολογικών προϊόντων στην υγεία, αλλά και στο περιβάλλον.
«Σύμφωνα με πολλές μελέτες» μας είπε «που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς, τα βιολογικά προκρίνονται διότι είναι υγιεινά, απαλλαγμένα από επιβλαβή φαρμακευτικά υπολείμματα, είναι φιλικά προς τη βιοποικιλότητα και τους φυσικούς πόρους, είναι ποιοτικά, με μικρότερο οικολογικό αποτύπωμα, με θετικό κοινωνικό αποτύπωμα, ποιοτικά με ταυτότητα και εμπορική αναγνωρισιμότητα. Περιέχουν λιγότερο νερό, πολλά θρεπτικά στοιχεία κι έχουν υψηλή διατροφική αξία. Περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες βιταμίνης C και ιχνοστοιχείων σιδήρου, χαλκού και ψευδαργύρου, καθώς και μεταβολίτες, οι οποίοι θεωρείται ότι θωρακίζουν το σώμα ενάντια στον καρκίνο και τις καρδιοπάθειες. Τα βιολογικά φρούτα περιέχουν 40% περισσότερα αντιοξειδωτικά από τα αντίστοιχα συμβατικά, με αποτέλεσμα να προστατεύουν τον οργανισμό μας από την εκδήλωση σοβαρών παθήσεων».
Συζητήσαμε για τις δυσκολίες στο να είναι κάποιος βιοκαλλιεργητής και μας υπογράμμισε τα εξής «Η βιοκαλλιέργεια της μηλιάς στη χώρα μας αποτελεί σημαντική πρόκληση λόγω της μεγάλης πίεσης που δέχεται η καλλιέργεια από τους εχθρούς και τις ασθένειες, καθώς επίσης και από την ορθολογική διαχείριση του εδάφους, του νερού και της θρέψης. Ο βιοκαλλιεργητής, που επιθυμεί να εγκαταστήσει ένα νέο οπωρώνα μήλων, πρέπει να γνωρίζει τις βασικές αρχές που διέπουν την εφαρμογή των αρχών της βιολογικής γεωργίας, καθώς ακόμη και τα διάφορα κρίσιμα στάδια της παραγωγής. Την εγκατάσταση του οπωρώνα, την επιλογή του πολλαπλασιαστικού υλικού και τις διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες. Το κλάδεμα, τη διαχείριση του εδάφους, της θρέψης των φυτών, του νερού άρδευσης, καθώς και των διαφόρων εχθρών και ασθενειών. Η καλλιέργεια των μήλων στο σύστημα της βιολογικής γεωργίας απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις από τους παραγωγούς. Πρόκληση παραμένει ο συγχρονισμός της ανοργανοποίησης των θρεπτικών στοιχειών από την εισροή οργανικών υλικών με τις ανάγκες της καλλιέργειας. Η διαχείριση του νερού άρδευσης, αλλά και των διαφόρων εχθρών και ασθενειών, αποτελούν επίσης σημαντικούς περιοριστικούς παράγοντες για την αποδοτικότητα του συστήματος».
Όσον αφορά τα πλεονεκτήματα για τον παραγωγό, ο κ. Γεωργοβίτσας εστίασε καταρχήν στην ικανοποίηση ότι παράγεις ένα καθαρό προϊόν με σεβασμό προς τον ίδιο σου τον εαυτό μακριά από επικίνδυνα φυτοφάρμακα, ένα καθαρό προϊόν προς τους καταναλωτές και προς το περιβάλλον. Κατά δεύτερον, στην καλύτερη τιμή πώλησης που κερδίζεις σε σχέση με τη συμβατική καλλιέργεια, δύο με τρεις φορές μεγαλύτερη, είτε δίνοντάς το σε εμπόρους, είτε πουλώντας το μόνος σε βιολογικές λαϊκές αγορές.
«Η αλήθεια είναι βέβαια» τόνισε «ότι έχεις μεγάλη τιμή, αλλά έχεις και απώλειες παραγωγής που μπορούν να προκύψουν καθώς η μη χρήση λιπασμάτων και συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στον τελικό καρπό και ορισμένη ποσότητα να θεωρείται μη κατάλληλη για την αγορά. Ωστόσο, οι καρποί αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για δημιουργία εναλλακτικών βιολογικών προϊόντων, όπως μηλόξιδο, βιολογικές μαρμελάδες και άλλα».
«Πως θεωρείτε ότι μπορεί η βιολογική γεωργία να κάνει μεγαλύτερα άλματα» τον ρωτήσαμε και μας είπε «Απαιτείται οικονομική ενίσχυση των βιοκαλλιεργητών, τόσο κατά τη μεταβατική περίοδο, όσο και κατά τη μετέπειτα πορεία. Δημιουργία υποδομών για την οργάνωση της εμπορίας και διακίνησης των βιολογικών προϊόντων. Ενημέρωση των παραγωγών σε θέματα βιολογικής γεωργίας, ώστε να πεισθούν για τη βιωσιμότητα της μεθόδου και να την αποδεχτούν. Εκστρατεία ενημέρωσης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ώστε η αναζήτηση του βιολογικού προϊόντος να γίνει νοοτροπία από τις εφηβικές ακόμη ηλικίες. Ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού σε ότι αφορά την ιδιαιτερότητα των βιολογικών προϊόντων και γενικότερα ευαισθητοποίηση των πάντων σε θέματα προστασίας περιβάλλοντος».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας κι αφού μας ξενάγησε σε βιολογικά κτήματά του, όχι μόνο μηλιάς, αλλά και κερασιών, νεκταρινιών, λωτών, σύκων, αμυγδάλων και καρυδιών, τον ρωτήσαμε που πηγαίνουν τα προϊόντα και πως είναι η κατάσταση σήμερα στην περιοχή της Αγιάς.
«Τα προϊόντα πηγαίνουν ως επί το πλείστον στην Αθήνα, σε εταιρείες διακίνησης βιολογικών και καταλήγουν σε μεγάλα market με αντίστοιχα τμήματα πωλήσεων. Δυστυχώς, στην πρώτη μηλοπαραγωγική περιοχή της χώρας μας, εδώ στην Αγιά, με περί τα 14000 στρέμματα μηλιές, δραστηριοποιούμαστε στη βιοκαλλιέργεια μήλου μόλις πέντε παραγωγοί με περίπου όλοι μαζί 400 στρέμματα, με τον πρώτο να έχει ξεκινήσει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Είμαστε λίγοι κι αυτό δεν ευνοεί – ακόμη τουλάχιστον – ώστε να κάνουμε μια ομαδική προσπάθεια διακίνησης των μήλων μας. Είναι κρίμα που βλέπω νέους ανθρώπους, της ηλικίας μου ή και νεότερους, να είναι προσκολλημένοι στις καλλιεργητικές συνήθειες των πατεράδων και των παππούδων τους. Δυστυχώς, οι περισσότεροι είναι επαναπαυμένοι στους παραδοσιακούς τρόπους καλλιέργειας και στις σίγουρες αγορές διάθεσης των προϊόντων. Ελπίζω κι εύχομαι η νοοτροπία ν’ αλλάξει και να βάλουμε επιτέλους πάνω απ’ όλα την υγεία μας και την προστασία του περιβάλλοντος. Όσο για τους καταναλωτές που επιθυμούν την αγορά των εν λόγω προϊόντων, επιτρέψτε μου να τους πω ότι θα διαπιστώσουν πως η τιμή τους είναι αυξημένη σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα. Να ξέρουν, όμως, ότι αυτό οφείλεται στο αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω των ιδιαίτερα απαιτητικών συνθηκών καλλιέργειας και να ξέρουν επίσης – κι αυτό είναι το κυριότερο – ότι η σχέση τιμής/ποιότητα είναι ξεκάθαρα υπέρ της καλύτερης υγείας».