Η εκπαίδευση και εν γένει η παιδεία έχει θεμελιώδη σημασία για την λειτουργία κάθε κοινωνίας. Κι αυτό διότι από την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος κρίνεται η ποιότητα των αυριανών πολιτών, τόσο στο επαγγελματικό πεδίο, όσο και σε αυτό της ηθικής και των αξιών. Άρα, η χώρα που οραματιζόμαστε για το αύριο, περνά πρώτα από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Μέσα από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να λάβουμε θέση για τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προηγούμενες δεκαετίες μας φόρτωσαν με αρκετά βάρη, λανθασμένες πρακτικές και εν γένει παθογένειες. Στις αποφάσεις των αρμοδίων υπουργών επικράτησε, πολλές φορές, η λογική της ικανοποίησης του αιτήματος για την ήσσονα προσπάθεια, παρά να δοθούν απαντήσεις στις επείγουσες επιταγές των καιρών που αλλάζουν ραγδαία. Κάπως, έτσι εξέλειπε η έννοια της αξιολόγησης, και ως εκ τούτου της αξιοκρατίας, που είχε ως εύλογη κατάληξη στη δημόσια έκφραση της άποψης ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά», την εποχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η θέση της αριστεράς δεν ήταν τυχαία. Αντιθέτως, καταδεικνύει εκκωφαντικά τις ιδεοληψίες που ταλανίζουν αυτόν τον χώρο, που εμφανίζεται ως προοδευτικός, αλλά στην πραγματικότητα ξιφουλκεί υπέρ της αντιδραστικότερης συντήρησης, που είναι η στασιμότητα και η διαιώνιση λαθών. Αυτό φάνηκε και με την ρητορεία τους κατά των πρότυπων σχολείων, που αποτελούν διαχρονικά δίαυλους κοινωνικής ανόδου. Βεβαίως, όχι μόνον η κοινωνία αγκάλιασε τον θεσμό, αλλά και τα παιδιά τους οι ίδιοι οι αντίπαλοί του επιδιώκουν, και ορθώς, να τα εγγράψουν σε αυτόν.
Τώρα, οι ίδιοι πολιτικοί οδεύουν προς τις εκλογές κάνοντας σημαία τους την επιτομή του λαϊκισμού και της δημαγωγίας και μια από τις μεγαλύτερες πλάνες προς το κοινωνικό σώμα και ιδιαίτερα τους μαθητές και τους γονείς τους, που είναι η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Μάλιστα, ο κ. Τσίπρας δεσμεύεται ότι εφόσον εκλεγεί πρωθυπουργός αυτή θα είναι μία από τις πρώτες αποφάσεις του, και μάλιστα θα ισχύσει και από τις φετινές εισαγωγικές εξετάσεις. Η επιδίωξη βεβαίως δεν αποκρύπτεται. Είναι η απόπειρα άγρας ψήφων μεταξύ των νέων που επιθυμούν να εισαχθούν στα ΑΕΙ, σε μια στιγμή που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να «πιαστεί από τα μαλλιά του», αντιλαμβανόμενος ότι οι σχεδιασμοί του για «κυβέρνηση ηττημένων» με την βοήθεια της νάρκης της απλής αναλογικής, καταρρέουν.
Ένα τέτοιο μέτρο, όμως, στερείται παντελώς κάθε ηθικού ερείσματος, και ουσιαστικά πλήττει αυτούς τους οποίους υποτίθεται ότι θέλει να εξυπηρετήσει. Τους μαθητές, δηλαδή, που θα εισαχθούν με 6, 5 ή και χαμηλότερα σε μια σχολή ΑΕΙ, καθώς και τους γονείς τους. Όλοι θυμόμαστε την εισαγωγή επιτυχόντα στο Μαθηματικό Σάμου με βαθμό 3! Γιατί όταν ένας μαθητής λαμβάνει τέτοιους βαθμούς είναι βέβαιο ότι δεν έχει τα εφόδια για να μπορέσει να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Οι φοιτητές αυτοί να «λιμνάζουν» για χρόνια, χωρίς να περνούν τα μαθήματα, να χάνουν τον χρόνο τους, και οι γονείς τους να υπόκεινται σε μια μακροχρόνια και οδυνηρή οικονομική αιμορραγία. Η ελάχιστη βάση εισαγωγής, επομένως, συνιστά ένα στέρεο και δίκαιο κριτήριο, που διατηρεί αφενός όλες τις σχολές σε ένα υψηλό επίπεδο, και αφετέρου προστατεύει τους μαθητές από διαδρομές που θα τους στοιχήσουν ακριβά από κάθε άποψη, αλλά ίσως θα το καταλάβουν αργά. Επιπλέον, συνιστά και ένα κίνητρο εντατικότερης μελέτης προ των εξετάσεων, αφού η έλλειψη κριτηρίων εισαγωγής αφαιρεί και το ενδιαφέρον για εργασία.
Σε κάθε περίπτωση, η διαφαινόμενη αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές εξαλείφει τον κίνδυνο μιας τέτοιας οπισθοδρόμησης. Οφείλουμε, όμως, να δούμε το όλο ζήτημα με μια διαφορετική ματιά. Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, η σχέση της θεωρητικής με την επαγγελματική εκπαίδευση είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης, με ποσοστά ακόμη και 30 – 70. Στην Ελλάδα, ωστόσο, συμβαίνει το αντίθετο. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε στρατιές ανέργων αποφοίτων από σχολές με θεωρητική κατεύθυνση, και ταυτόχρονα κενές θέσεις εργασίας για τεχνικά επαγγέλματα. Αυτό ασφαλώς οφείλεται σε πολλούς λόγους, αλλά η βασική ευθύνη ανήκει αναμφισβήτητα στις πολιτικές ηγεσίες. Θυμίζω ότι μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1928-1932 ήταν αυτή της ενίσχυσης της τεχνικής εκπαίδευσης, που έδινε απάντηση στην ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στην βιομηχανική ανάπτυξη που λάμβανε χώρα εκείνη την εποχή.
Σήμερα, βεβαίως, βρισκόμαστε σε μια νέα καμπή, αυτή της επερχόμενης μαζικής εφαρμογής της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία απειλεί να αφαιρέσει παγκοσμίως δεκάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη οφείλουμε να προσαρμόσουμε το γρηγορότερο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ώστε οι νέοι μας να μην βρεθούν απροετοίμαστοι. Χρέος μας, επομένως, είναι να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και όσους προσπαθούν να το διαιωνίσουν, καταδικάζοντας την ελληνική κοινωνία στην μιζέρια και την οπισθοδρόμηση. Κοιτάμε μπροστά, και με σχεδιασμό και αποφασιστικότητα διαμορφώνουμε το μέλλον που μας αξίζει. Κι αυτό, όπως αποδεικνύει κάθε σύγκριση όσων κυβέρνησαν ως σήμερα, μόνον η Νέα Δημοκρατία μπορεί να το κάνει.
**Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.