Για μια ακόμη φορά, το θέμα των γλυπτών του Παρθενώνα έρχεται να απασχολήσει την επικαιρότητα, καθώς ο Βρετανός πρωθυπουργός ακύρωσε την προγραμματισμένη συνάντησή του με τον Έλληνα ομόλογό του.
Όσο για το δίκαιο του πράγματος – του επαναπατρισμού ή μη των γλυπτών – σε διεθνές επίπεδο, μέσα από οργανισμούς και συμβάσεις μεταξύ κρατών, τίθεται το ζήτημα περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Επί παραδείγματι, η σύμβαση της UNESCO αναφέρεται μεταξύ άλλων στην απαγόρευση και την παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών, και έχει κύριο σκοπό τη θέσπιση κανόνων στη διεθνή διακίνηση αρχαιολογικών αγαθών, και κατά συνέπεια συνδέεται με το δικαίωμα της επιστροφής των παράνομα αποκτηθέντων αρχαιοτήτων στην χώρα προέλευσής τους. Το «παραθυράκι» της Σύμβασης είναι ότι δεν έχει εξαναγκαστικό χαρακτήρα, ούτε αναδρομική ισχύ, και επομένως δεν αφορά πολιτιστικά αγαθά που αποκτήθηκαν παράνομα πριν την δημιουργία της. Επιπλέον, σταθμός στην προστασία των μνημείων είναι και ο Διεθνής Χάρτης της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση των Μνημείων και των Μνημειακών Συνόλων, η οποία στο προοίμιό της αναφέρει ότι: «είναι καθήκον μας να τα παραδώσουμε με τον πλήρη πλούτο της αυθεντικότητάς τους», ενώ το άρθρο 7 γράφει: «το μνημείο είναι αναπόσπαστο από την ιστορική στιγμή που το αντιπροσωπεύει και από τον χώρο που είναι τοποθετημένο». Παράλληλα, η UNIDROIT ασχολείται με θέματα ιδιωτικού δικαίου, που αφορούν την διεθνή διακίνηση. Σε αυτή τη Σύμβαση, το άρθρο 5 απαιτεί την επιστροφή αντικειμένων των οποίων η αφαίρεσή τους επηρεάζει την ακεραιότητα του έργου (ούτε αυτή έχει αναδρομική ισχύ). Ανάλογες οδηγίες υπάρχουν και στα πλαίσια της ΕΕ.
Το ερώτημα που γεννάται από τα παραπάνω είναι το πως τελικά τα γλυπτά του Παρθενώνα παραμένουν ακόμα μακριά απ’ την πατρίδα τους.
Ας ξεκινήσουμε όμως απ’ το πώς έφυγαν. Ο Τόμας Μπρους ή Έλγιν όπως τον γνωρίζουμε, διορίστηκε το 1799 πρέσβης της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη. Το διάστημα της παραμονής του στην Πόλη, έκανε σκοπό του να αποσπάσει τα γλυπτά καθώς και άλλα αμύθητα μνημεία απ’ την Ακρόπολη και να τα μεταφέρει στην Αγγλία! Το ότι οι Τούρκοι επί τόσους αιώνες είχαν σεβαστεί τα εν λόγω μνημεία, φυσικά το γνώριζε, καθώς και ότι δεν επρόκειτο ποτέ η Σουλτανική Αρχή να επιτρέψει σε κανέναν να αφαιρέσει το παραμικρό απ’ τον ιερό βράχο. Στη συνέχεια όμως, με δόλια μέσα κατάφερε να κρατήσει στα χέρια του το πλαστογραφημένο φιρμάνι του Σουλτάνου, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπονταν στους ανθρώπους του να κάνουν ανασκαφές και καταμετρήσεις και να μπορούν να αποσπάσουν συντρίμματα και ανεπίγραφες πλάκες, με υποτιθέμενο σκοπό την απεικόνιση των μνημείων και τη δημιουργία εκμαγείων που προορίζονταν για να στολίσουν την έπαυλή του στη Σκωτία.
Σε αυτή την επιχείρηση ο Έλγιν δαπάνησε τεράστια ποσά, τόσο για να «λαδώσει τις» τοπικές αρχές και να κατεβάσει τα γλυπτά, όσο και για να τα μεταφέρει παράνομα στη Βρετανία. Ο ίδιος έφυγε το 1803 για την Αγγλία, συνελήφθη στην Ιταλία ως φυγόδικος και φυλακίστηκε, με αποτέλεσμα τα γλυπτά να «σαπίζουν» σε λιμάνια και αποθήκες, ενώ τελικά κατάφεραν να φύγουν το 1812 για την Αγγλία. Έτσι, αυτό το εγχείρημά του κόστισε περίπου 75.000 λίρες, με αποτέλεσμα να πουλήσει τα γλυπτά στην Βρετανική Κυβέρνηση έναντι 35.000 λιρών. Τότε, η Βρετανική Κυβέρνηση με σκοπό να αποδείξει ότι ο τρόπος απόκτησης των αρχαιοτήτων δεν ήταν παράνομος, σχημάτισε ειδική κυβερνητική επιτροπή, για να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκαν τα γλυπτά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τέθηκε το θέμα της επιστροφής των γλυπτών στην Ελλάδα, και μάλιστα απ’ τους ίδιους τους Βρετανούς, καθώς υπήρξαν σκέψεις για παράνομη απόκτησή τους από τον Έγλιν. Φαίνεται, ότι ήταν γνωστό το ποιόν του! Αργότερα, το θέμα του επαναπατρισμού τέθηκε και με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους το 1844, όπου η Ελλάδα έλαβε τελικά αντίγραφα τα οποία εκθέτονται στο μουσείο της Ακρόπολης, ενώ στο μέλλον η Μ. Μερκούρη και ο Κ. Καραμανλής θα κάνουν τις δικές τους προσπάθειες για τον επαναπατρισμό των γλυπτών.
Τέλος, οι βρετανικές θέσεις για την μη επιστροφή των μαρμάρων βασίζονται στο επιχείρημα, ότι το βρετανικό μουσείο αποτελεί ιδιωτικό ίδρυμα και η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει. Επιπλέον, το άρθρο 3 της νομοθετικής πράξης του Βρετανικού Μουσείου ορίζει ότι: οι διαχειριστές του, δεν έχουν την δικαιοδοσία να διαθέτουν αντικείμενα της συλλογής. Στην πραγματικότητα, κάτω από αυτά κρύβετε ο φόβος πως, αν επιστραφούν, τότε θα γίνει η αρχή για διεκδικήσεις και από άλλες χώρες. Σε αυτά τα πλαίσια, και μετά από τόσα χρόνια γίνονται προσπάθειες για την επιστροφή τους. Όμως οι Έλληνες πορευόμαστε πάντα με την φράση «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Έτσι, τα μάρμαρα αυτά θα αποτελούν εσαεί μία μελανή ιστορική ανάμνηση για την Ελλάδα και θα αφήνουν ανοιχτό το εξής ερώτημα: σε ποιόν ανήκει ο πολιτισμός; Και η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια: Ήταν να μην φύγουν απ’ τον τόπο τους…
Ρένια Παντρά
Πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και Οργανισμών