Οι Σκούφοι και τα κάλαντα των Φώτων / Ένα ξεχωριστό έθιμο του Μεγαλοβρύσου παίρνει ξανά ζωή
Η “Χώρα Αγιά” σας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή μέσα από το βιβλίο του Αντώνη Π. Παπαμιχαήλ «Το Μεγαλόβρυσο της Αγιάς (Νιβόλιανη)»
Ο Πολιτιστικός Εξωραϊστικός Μορφωτικός Σύλλογος Μεγαλοβρύσου Αγιάς θα αναβιώσει, μετά από 33 χρόνια, το έθιμο των Σκούφων, ένα έθιμο με διονυσιακό χαρακτήρα και ανάλογα τραγούδια, με κύριο στόχο να θυμηθούν οι παλιοί και να μεταφέρουν στις νεότερες και επόμενες γενιές άλλο ένα σημαντικό πολιτιστικό στοιχείο της τοπικής παράδοσης.
Το έθιμο θα παρουσιαστεί στο Μεγαλόβρυσο, την ημέρα των Φώτων, το Σάββατο 6 Ιανουαρίου, μετά την θεία λειτουργία, στις 10:15πμ, όπως άλλωστε γινόταν ανέκαθεν.
Οι Σκούφοι, που θα αποτελούνται από 8 μέλη του συλλόγου, θα ξεκινήσουν με τα παραδοσιακά τραγούδια από την εκκλησία προς την πλατεία και το Λαογραφικό Μουσείο (εφόσον οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες).
Ανατρέξαμε στο βιβλίο «Το Μεγαλόβρυσο της Αγιάς (Νιβόλιανη)», έκδοσης του 1998 της Κοινότητας Μεγαλοβρύσου, όπου ο συγγραφέας του Αντώνης Π. Παπαμιχαήλ δίνει πολλές πληροφορίες μετά από έρευνά του για το εν λόγω έθιμο.
Χαρακτηρίζει το έθιμο των Σκούφων και των καλάντων των Φώτων ως ένα θαυμάσιο μνημείο της δημοτικής μας ποίησης, στολίδι του λαϊκού μας πολιτισμού. Προσδιορίζει δε, υιοθετώντας έρευνα του Αγιώτη λαογράφου Βασίλη Μποτζώρλου, τις ρίζες του εθίμου στην αρχαία εποχή όταν κατά τις πρώτες ημέρες του μήνα Αγνανταίου (σημερινού Ιανουαρίου) γιόρταζαν οι Θεσσαλοί τα «κατ’ αγρούς Διονύσια» προς τιμήν του Διόνυσου, θεού του αμπελιού και του κρασιού, με την ευκαιρία που άνοιγαν τα καινούργια κρασιά, οπότε μεταμφιεσμένοι μετά τις καθιερωμένες θυσίες τράγων, κατά τις οποίες ο Λαός γύρω ιστάμενος στον βωμό έψαλε διθυραμβικά ωδές και ύστερα από πλούσιο φαγοπότι, ανεβασμένοι άλλοι σε άμαξες ή και πεζοί, απηύθυναν τολμηρά πειράγματα ή σκωπτικές φράσεις στους διαβάτες και περίεργους χορεύοντας. Επισημαίνει, επίσης, ο Αντώνης Παπαμιχαήλ, πάντα σύμφωνα με την έρευνα του Βασίλη Μποτζώρλου, ότι το έθιμο των Σκούφων πιθανόν να υπήρχε και στους σλαβικούς λαούς, οι οποίοι είχαν καθιερώσει και την λατρεία του Διόνυσου ως θεού του κρασιού και του αμπελιού, μια και ο Διόνυσος περιπλανώμενος έφθασε ως τον Καύκασο, στη βόρεια και στη βορειοανατολική Ευρώπη. Όταν οι σλαβικές φυλές με τις επιδρομές τους έφθασαν στη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν στην ανατολική της περιφέρεια (Πήλιο – Κίσσαβο) ίσως να έφεραν παρόμοια έθιμα που προσμίχτηκαν με τα ντόπια. Τούτο συμπεραίνεται και από ένα στίχο ενός τραγουδιού των Σκούφων, όπου γίνεται αναφορά στον ποταμό Δούναβη: «Να κατιβάσ’ ου Δούναβης να πνίξει τα γιουφύρια».
Το έθιμο των Σκούφων, μας λέει ο Παπαμιχαήλ ανέκαθεν πραγματοποιούνταν την ημέρα των Φώτων και «τ’ Αϊ-Γιαννιού». Η ομάδα των Σκούφων ήταν επταμελής παλιότερα και πενταμελής τα νεότερα χρόνια. Απαρτίζονταν από τον Αγά (τιμητικός τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού στην Τουρκία), τον Καραγκιόζη, τον παπά, τον γιατρό, την κοκόνα (η λεπτοκαμωμένη, όμορφη, ελκυστική κοπέλα, χαϊδευτικός τίτλος) και από δύο τραγουδιστάδες. Οι δύο τραγουδιστάδες καταργήθηκαν τα νεότερα χρόνια και τα κάλαντα τραγουδιούνταν από την πενταμελή ομάδα. Λέγονταν «Σκούφοι», επειδή όλη η ομάδα φορούσε σκούφους. Οι Σκούφοι δεν συνοδεύονταν ποτέ από λαϊκή ορχήστρα όταν τραγουδούσαν τα τραγούδια.
Το έθιμο στην επαρχία της Αγιάς υπήρχε στο Μεγαλόβρυσο και στη συνέχεια στο Μεταξοχώρι και διατηρήθηκε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μόνο στο Μεγαλόβρυσο. Εμφανίστηκε δε λίγο στην Καρίτσα και στη Μελίβοια.
Ας δούμε όμως το ντύσιμο και το ρόλο που υποδυόταν κάθε μέλος της ομάδας των Σκούφων.
Ο Αγάς, που ήταν ο αρχηγός της ομάδας και ο άντρας της κοκόνας, έπρεπε να είναι ψηλός, εύσωμος, όμορφος. Φορούσε την καλύτερη στολή ενός βλάχου φουστανελοφόρου και στο κεφάλι φορούσε ένα μεγάλο, κωνικό, χάρτινο σκούφο με πολλές φούντες.
Ο νέος που υποδυόταν την κοκόνα έπρεπε να είναι λεπτοκαμωμένος, μέτριος στο ανάστημα, όμορφος και να συμπεριφέρεται σαν γυναίκα. Φορούσε τη γιορτινή γυναικεία ενδυμασία, που ήταν προσαρμοσμένη στη μόδα της κάθε εποχής. Στο τεχνητό, με μπαλόνια, στήθος φορούσε τα χρυσαφικά και τα στολίδια μιας νιόπαντρης γυναίκας. Στο πρόσωπο είχε έντονο βάψιμο με κοκκινάδι και πούδρα, στα μάτια φορούσε γυαλιά και στο κεφάλι φορούσε ένα χάρτινο, κυκλικό στέμμα με το άστρο και γύρω-γύρω με βαμμένα κοκοτόφτερα. Η κοκόνα ήταν γυναίκα του Αγά, πραγματική κυρία, το στολίδι και καμάρι όλης της παρέας. Με τα θέλγητρα, τα καμώματα και την πρόκλησή της δημιουργούσε την πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα γύρω της, που συνοδεύονταν με ξεκαρδιστικά γέλια, καθώς όλοι ήθελαν να την πειράξουν και να τη χαρούν. Η κοκόνα σύμφωνα συνοδευόταν από τον Αγά και προστατευόταν από όλη την ομάδα. Στα χέρια της φορούσε άσπρα γάντια και κρατούσε τα γυαλισμένα, μπρούτζινα, κυκλικά ζίλια που τα χτυπούσε στο ρυθμό των τραγουδιών. Πολλές φορές κρατώντας το ντέφι (νταϊμπουρά) στα χέρια της μάζευε τα φιλοδωρήματα.
Ο Καραγκιόζης ήταν ο χωροφύλακας της ομάδας και ο σωματοφύλακας του ζευγαριού Αγά – κοκόνας. Ήταν ο πιο φτωχικά ντυμένος στην ομάδα. Φορούσε ένα χολέβι, τσαρούχια με φούντες και μία πουκαμίσα με μακριά μανίκια. Στο κεφάλι φορούσε κολοκοτρωναίικο σκούφο. Κρατούσε στο ένα χέρι τον νταϊμπουρά και συνήθως μάζευε τα φιλοδωρήματα. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη μασιά (μεταλλική, πλατιά τσιμπίδα, με την οποία βγάζουμε τα κάρβουνα από τη φωτιά). Η μασιά ήταν το αμυντικό του μέσο. Με αυτήν επιτιθόταν, όταν κάποιος πείραζε την ομάδα και ιδιαίτερα την κοκόνα, την οποία όμως είχε το προνόμιο να πειράζει μόνο αυτός.
Ο παπάς ήταν το σεβάσμιο πρόσωπο της ομάδας, τον οποίο δεν πείραζε κανένας. Φορούσε ράσα και στο πρόσωπο είχε γένια και μουστάκια. Με το ένα χέρι κρατούσε ένα θυμιατό που έφτιαχνε μόνη της η ομάδα και με το άλλο ευλογούσε τον κόσμο.
Ο γιατρός ήταν το σοβαρότερο πρόσωπο στην ομάδα, φυσικά μετά τον Αγά. Φορούσε όπως και ο Αγάς τη βλάχικη στολή του φουστανελοφόρου. Ήταν καθαρός, φρεσκοξυρισμένος, φορούσε κολάρο στον λαιμό και γραβάτα. Στο κεφάλι φορούσε κόκκινο φέσι. Το κόκκινο φέσι παλιότερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν φοριόταν μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους λεβεντονιούς, τους μερακλήδες. Ο γιατρός στο χέρι κρατούσε ένα μικρό ξύλινο βαλιτσάκι με τα ιατρικά σύνεργα. Στον λαιμό κρεμόταν ένα αυτοσχέδιο ακουστικό με δυο κλωστές και δυο λεμονόκουπες. Προορισμός του γιατρού ήταν να παρέχει τις πρώτες βοήθειες στην ομάδα για κάθε ενδεχόμενο. Όλα τα μέλη της ομάδας στο πρόσωπο φορούσαν μάσκες χάρτινες, τις οποίες έφτιαχνε η ομάδα για να μην αναγνωρίζονται.
Το έθιμο των Σκούφων παλιότερα ερέθιζε και ευαισθητοποιούσε πολλούς νέους, τονίζει στο βιβλίο του ο Αντώνης Παπαμιχαήλ. Η λεβέντικη φορεσιά, η εύθυμη και ξέγνοιαστη παρέα της ομάδας, τα μελωδικά χορωδιακά τραγούδια, το αρκετό φιλοδώρημα που μάζευαν και που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία γλεντιών με φαγοπότια, όργανα και χορούς, ήταν τα πλεονεκτήματα που ερέθιζαν τους νέους. Από το 1925-1940 οι Σκούφοι παίζονταν στο Μεγαλόβρυσο από δύο και τρεις ομάδες. Ανάμεσα στις ομάδες υπήρχε συναγωνισμός και άμιλλα ποια απ’ όλες θα εμφανιζόταν καλύτερα στο χωριό. Αλλά και όλοι οι συγχωριανοί περίμεναν τους Σκούφους να τους χαρούν, να γελάσουν, να ακούσουν τα μελωδικά τραγούδια, όποιο ενδιέφερε τον καθένα και τέλος να πειράξουν την κοκόνα και να προσπαθήσουν να βάλουν φωτιά στους σκούφους του Αγά και του Καραγκιόζη, για να δημιουργήσουν χαρούμενη ατμόσφαιρα. Φώτα χωρίς Σκούφους δεν νοούνταν παλιότερα στο Μεγαλόβρυσο.
Για να εμφανιστούν οι σκούφοι στα προαύλια των εκκλησιών και στις αυλόπορτες των σπιτιών να ψάλουν τα κάλαντα και να τραγουδήσουν τα οικογενειακά τραγούδια χρειαζόταν προετοιμασία. Προετοιμασία που διαρκούσε 15 έως 20 μέρες. Οξύτατο πρόβλημα παρουσίαζε η εύρεση των στολών των φουστανελοφόρων. Στο χωριό οι βλάχικες και σαρακατσάνικες οικογένειες ήταν λίγες και οι διατηρούμενες παραδοσιακές στολές ελάχιστες. Από μια φουστανέλα είχαν οι οικογένειες του Στέφανου Αγγελάκα, των Ρουκάδων και των Γεωργακούληδων. Ό,τι χρειαζόταν η ομάδα τα έφτιαχνε μόνη της. Τίποτα δεν υπήρχε έτοιμο.
Δυσκολία παρουσίαζε η κατασκευή των νταϊμπουράδων, όπως έλεγαν τα ντέφια, καθώς έπρεπε να σκοτώσουν μια ή δύο γάτες, να τις γδάρουν και από τα τομάρια τους να φτιάξουν τους νταϊμπουράδες. Την γάτα, όμως, ήταν δύσκολο να τη σφάξουν. Δεν έπρεπε όμως να τη σκοτώσουν και με όπλο, γιατί αχρηστευόταν το δέρμα της. Έπρεπε λοιπόν να την πνίξουν με θηλιά και στη συνέχεια να κάνουν όλη την προεργασία για την κατασκευή του ντεφιού!
Τα κάλαντα των Φώτων, μνημεία της λαϊκής μουσικής και της δημοτικής μας παράδοσης, παρουσιάζουν μια πλούσια ποικιλία στον ελληνικό χώρο. Τα μασκαρεμένα αυτά άτομα, που σε όλους προκαλούν το γέλιο και την ευθυμία και που ο λαϊκός εφευρέτης του παλιού αυτού γραφικού εθίμου με δεξιοτεχνία μας παρουσιάζει, αποτελούν μια κοινωνική ομάδα με τους επάξιους εκφραστές της. Εκφραστές που μας δίνουν ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις για την ψυχοσύνθεση, τις κρυφές και φανερές φιλοδοξίες, τον τρόπο ζωής της μικρής επαρχιώτικης κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας.
Οι στίχοι των καλάντων των Φώτων της επαρχίας Αγιάς, που τραγουδούσαν οι Σκούφοι είναι πρωτόφαντοι, γεμάτοι λυρισμό και ανθρωπιά, πλαισιωμένοι από έναν σωρό καλολογικά στοιχεία και ξεκινούν από δύο βασικές αφετηρίες, την ευχή και το εγκώμιο. Οι μασκαρεμένοι Σκούφοι, τραγουδιστές αυτόκλητοι, περαστικοί στα λίγα λεπτά της επίσκεψής τους, διατράνωναν την ευχή, την ελπίδα, την χαρά, την αισιοδοξία και το καλοχρόνισμα στο κάθε σπιτικό.
Τα τραγούδια ήταν οικογενειακά και αναφέρονταν σε κάθε μέλος της οικογένειας: στο επάγγελμά του ή στην ιδιότητά του. Έξω από την εκκλησία, μετά τη λειτουργία τραγουδούσαν δύο τραγούδια που αναφέρονταν στο ιστορικό των ημερών. Το περιεχόμενο των δυο αυτών τραγουδιών ανήκει στα «λόγια κάλαντα», μια και είναι αποκλειστικά θρησκευτικού περιεχομένου. Το τραγούδι που τραγουδιόταν την ημέρα των Θεοφανείων στις διάφορες παρέες στην πλατεία του Αϊ-Θανάση είναι το παρακάτω:
Θεοφανείων σήμερον ημέρα λαμπροτάτη
και εορτή χαρμόσυνος και πάλι ενδοξοτάτη.
Ο Κύριός μας ο Ιησούς ήρθε στον Ιορδάνη
να βαπτιστεί ως άνθρωπος υπό του Ιωάννη.
Τελειώνοντας το τραγούδι έλεγαν ορισμένους στίχους που ήταν κοινοί για όλα τα οικογενειακά τραγούδια και παρακινούσαν τις παρέες ή τον νοικοκύρη να φιλοδωρήσει τους Σκούφους. Στα σπίτια, για λόγους συντομίας, τους στίχους αυτούς τους έλεγαν στο τέλος, όταν τελείωναν όλα τα τραγούδια. Οι στίχοι αυτοί ήταν:
Για βάλτι τον χιράκι σας στην αργυρή σακούλα,
αν έχεις γρόσια δώσ’ τα μας,
φλουριά μην τα λυπάσι,
αν έχεις κι κουσόφραγκα,
κέρνα τα παλικάρια.
Στους στίχους που λέγονταν στα σπίτια υπήρχε μια παραλλαγή: «αν έχεις κι γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια».
Τ’ Αϊ-Γιαννιού έξω από την εκκλησία του Αϊ-Γιώργη οι Σκούφοι στις παρέες τραγουδούσαν ένα άλλο τραγούδι καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου:
Εψές ενεορτάσαμε εν Βηθλεέμ τη πόλει
με χορούς αγγελικούς, με μάγους και ποιμένες
κι αυτός ο τρισκατάρατος Ηρώδης εταράχθη
σαν έβαλε και έσφαξε τριών χρονών παιδία.
Μετά τα «λόγια κάλαντα» σειρά είχαν τα οικογενειακά τραγούδια. Οι Σκούφοι, ακολουθούμενοι από ένα τσούρμο μικρών παιδιών, έπαιρναν με σειρά τα σπίτια της συνοικίας που λειτουργούσε εκείνη την ημέρα η εκκλησία και άρχιζαν τα τραγούδια με τη σειρά, μια και γνώριζαν τα μέλη της οικογένειας του κάθε σπιτιού. Όλη την ημέρα οι Σκούφοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι όλο το χωριό, τραγουδώντας χωρίς διακοπή. Εάν τελείωναν τα σπίτια που προβλέπονταν για τη μια μέρα νωρίς, κατέβαιναν στα κοντινά χωριά στο Μεταξοχώρι, τους Νερόμυλους και στην Αγιά και τραγουδούσαν τα ίδια τραγούδια. Λέγεται ότι με αυτό τον τρόπο διαδόθηκε το έθιμο από το Μεγαλόβρυσο και σ’ αυτά τα χωριά.
Όλοι στο Μεγαλόβρυσο περίμεναν τους Σκούφους. Ο νοικοκύρης και η νοικοκυρά του σπιτιού στην αυλόπορτα τους καλωσόριζαν και τους κερνούσαν τα καθιερωμένα πιοτά: κρασί, τσίπουρο, γλυκό και διάφορους μεζέδες πριν αρχίσουν ή όταν τελείωναν όλα τα τραγούδια, δίνοντας και ένα καλό φιλοδώρημα, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα που είχε η κάθε οικογένεια. Σε όποιο δρομάκι του χωριού κι αν βρισκόσουν εκείνες τις μέρες, άκουγες τα μελωδικά τραγούδια των Σκούφων.
Πράγματι όλο το χωριό τα Φώτα και τ’ Αϊ-Γιαννιού ζούσε στον παλμό και στον ρυθμό αυτών των τραγουδιών. Στο κάθε σπίτι τα τραγούδια τραγουδιούνταν με τη σειρά. Πρώτα τραγουδιούνταν τα τραγούδια του παππού και της γιαγιάς, αν υπήρχαν, και στη συνέχεια του νοικοκύρη και της νοικοκυράς.
Οι παππούδες και οι γιαγιές ήταν τα σεβάσμια πρόσωπα των οικογενειών και οι Σκούφοι απέδιδαν αυτόν τον σεβασμό. Μάλιστα όταν οι παππούδες δεν μπορούσαν να βγουν στο κατώφλι του σπιτιού, οι Σκούφοι πήγαιναν στο χειμωνιάτικο οντά και εκεί μπροστά στους δύο ζγκούλους τους έλεγαν το εγκωμιαστικό τους τραγούδι, που ήταν το παρακάτω:
Αφέντη μου, Αφέντη μου, πέντι φουρές αφέντη,
πέντι φουρές αφέντιψις κι πάλι αφέντης είσι.
Για βάλι τα πατίκια σου κ’ έβγα στον Μισοχώρι.
Αν έβρεις Τούρκου δείρι τουν, Ρουμιό δικαίουσέ τον.
Αν έβρεις κι μικρά πιδιά κι αυτά ουρμήνιψέ τα.
Αυτά πάν’ στου καπηλιό κι λεν για την υγεία σου.
Για την υγεία σου, αφέντη μου, για την πουλυχρονιά σου.
Ο παππούς με τον μαύρο σκούφο σκυμμένος πάνω στη παραστιά, ανακατώνοντας με τη μασιά τα μισοσβησμένα κάρβουνα της φωτιάς, αναπολώντας τα περασμένα κατορθώματά του που σιγόσβηναν σαν τα κάρβουνα της φωτιάς, ξαφνικά ένιωθε λεβεντονιός, καθώς άκουγε τους Σκούφους να του λένε το τραγούδι του με όλο το μεγαλείο της ποιητικής του έκφρασης. Ακουμπώντας τα χέρια στον τοίχο σηκωνόταν ολόρθος και από τη γριά του ζητούσε ένα ποτήρι τσίπουρο να τσουγκρίσει με τα παλικάρια που τον εγκωμίαζαν. Και εκείνα, ζώντας την αγάπη και την ικανοποίηση του πολυχρονεμένου γέροντα, τον καλοχρόνιζαν και χτυπώντας την πλάτη του τού εύχονταν να τα ακούσει και του χρόνου.
Από τον άλλο ζγκούλο του δωματίου η γιαγιά με το θαμπό φως των γέρικων ματιών της, όρθια ζώντας στο δικό της κόσμο σιωπηλή και αμίλητη προσπαθούσε να ξεχωρίσει τους λεβέντες νέους που θα της τραγουδούσαν το δικό της παίνεμα, που είναι γεμάτο λυρισμό και αρχοντιά:
Μάνα μ’ τις κορυφίτσες σου τις μαργαριταρένιες
πο ‘χουν πουλιά, πο ‘χουν αϊτούς,
πο ‘χουν χιλιδονάκια.
Τα χιλιδονάκια να πιτούν την άνοιξη να φέρνουν,
να την εφέρνουν, μάνα μου, για την καλή χρονιά τους.
Από τις τσέπες του μαύρου καθαρού πεστιμαλιού, της χρονιάρας τούτης μέρας, χαρούμενη μετά το τέλος του τραγουδιού η γιαγιά έδινε το δικό της φιλοδώρημα στους Σκούφους, που ήταν μερικά ζαχαρωμένα φιρίκια, λίγα κάστανα ψημένα και λίγα σύκα ζεματισμένα. Το φιλοδώρημα της γιαγιάς που ετοιμαζόταν από το πρωί για τους Σκούφους είχε τη δική του χάρη. Και οι Σκούφοι μαθημένοι χρόνια τώρα σ’ αυτό το φιλοδώρημα από τη γιαγιά το ροκάνιζαν με βουλιμία. Μετά τον παππού και τη γιαγιά σειρά είχε ο νοικοκύρης και η νοικοκυρά, που συνήθως περίμεναν τους Σκούφους στην αυλόπορτα του σπιτιού. Πρώτα τραγουδούσαν τον νοικοκύρη και μετά τη νοικοκυρά. Το τραγούδι του νοικοκύρη, του αρχηγού της οικογένειας είναι:
Αφέντη μου, στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει.
Φέγγει τους ξένους να δειπνούν, τους ξένους να πλαγιάζουν.
Φέγγει και την Κυράτσα μας να διπλουθεί να κάτσει.
Να κάτσει στα τριαντάφυλλα, να κάτσει στα λουλούδια.
Να πέφτουν τ’ άνθη πάνου της χειμώνα καλοκαίρι,
το καλοκαίρι για δρουσιά κι τον χειμώνα για ζέστη.
Το τραγούδι της νοικοκυράς είναι:
Κυρά, χρυσή την Κυριακή, μάλαμα τη Δευτέρα.
Την Τρίτη ελεφαντινή και την Τετάρτη κόρη.
Την Πέμπτη πάει στου λουτρό βαριά βαλαντουμένη,
να φουκαλίσει του λουτρό, να του μαρμαροστρώσει,
να του στρώσει μι τριαντάφυλλα, να το στρώσει μι λουλούδια.
Μετά τα τραγούδια του παππού, της γιαγιάς, του νοικοκύρη και της νοικοκυράς, στα οποία τηρούνταν η σειρά λόγω σεβασμού, όλα τα άλλα τραγούδια τραγουδιούνταν από τους Σκούφους χωρίς σειρά. Οι Σκούφοι που γνώριζαν τις αδυναμίες των οικογενειών, ανάλογα με την περίπτωση, τραγουδούσαν με έμφαση ορισμένα τραγούδια που ήταν επίκαιρα για μερικές οικογένειες και θα τις χαροποιούσαν ιδιαίτερα. Τέτοια τραγούδια ήταν τα τραγούδια που αναφέρονταν σε αρραβώνες και παντρειές των κοριτσιών και αγοριών.
Τα κορίτσια παλιότερα στην ορεινή ύπαιθρο, όταν ήταν πολλά μέσα στην οικογένεια, τρία και τέσσερα, φόρτωναν τον ταλαιπωρημένο πατέρα με πονοκέφαλο για πολλά χρόνια. Ο τοπικός ποιητής πιάνοντας τον σφυγμό των γονιών της εποχής διατρανώνει με τους στίχους του αυτή την αγωνία, δίνοντας τους συγχρόνως χαρά, αισιοδοξία και ελπίδα. Οι παρακάτω στίχοι αναφέρονται στο μεγαλύτερο κορίτσι, υποψήφιο για αρραβώνα:
Μάνα μ’ τη θυχατέρα σου πώχεις ν’ αρραβωνιάσεις,
γραμματικός τη γύρευε, γραμματικός τη θέλει.
Αν είνι κι γραμματικός πουλλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χουράφια μι τα στάρια.
Γυρεύει κ’ ένα ζιρβόμυλου ν’ αλέθει του πιπέρι.
Να πιπιρώνει τα φαϊά, να τρών’ τα παλικάρια.
Να τρών’ να πίνουν, μάνα μου, να λεν’ για την υγειά σου,
για την υγειά σου, μάνα μου, για την καλή χρονιά σου.
Οι παρακάτω στίχοι αναφέρονται σε αρραβωνιασμένο νέο που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί:
Παλικαράκι όμορφου, μι του στριφτό μουστάκι
πότι θα κάνεις τη χαρά, πότι θα κάνεις γάμου;
Του Μάη θα κάνου τη χαρά, του Μάη θα κάνου γάμου,
του Μάη μι τα τριαντάφυλλα, του Μάη μι τα λουλούδια.
Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στον πρωτότοκο γιο της οικογένειας που ήταν υποψήφιος για παντρειά:
Σαν κινήσι ου νιούτσικος να πάει να αρραβωνιάσει,
στο δρόμο όπου πήγινι, στου δρόμο όπου πάει
μαΐστρις τουν ισταύρωσαν μάνα κι θυγατέρα.
Η μάνα δεν τον λόιασι κι η θυγατέρα λέει·
Μάνα μ’, για δες αυτόν τον νιο πώς στέκει βαλαντουμένους.
Στατήρι φράγκικο κρατεί, του μάλαμα ζυγίζει.
Του μάλαμα και του φλουρί κι του μαργαριτάρι.
Ένα άλλο τραγούδι που αναφέρεται στο νυφοδιάλεγμα του νεότερου γιου της οικογένειας είναι και το παρακάτω. Οι παρομοιώσεις του τοπικού ανθολόγου στο κυνήγι του αετού και της πέρδικας, καθώς και το κατέβασμα του Δούναβη, μας δίνουν μια πρωτότυπη ποιητική έξαρση με όλο το μεγαλείο της στους στίχους αυτού του τραγουδιού:
Αϊτός πιρδίκα κυνηγά και δεν μπορεί να τ’ πιάσει.
Τα νύχια του εστούρνιβι, του θιο παρακαλούσι.
Θιε μου, βρέξι, χιόνισι, κάνι βαρύ χειμώνα,
να κατιβάσ’ ου Δούναβης να πνίξει τα γιουφύρια.
Να κατιβάσει όμουρφις ξανθιές κι μαυρομάτις.
Τις μαυρομάτις να φιλώ, τις ρούσις ν’ αγκαλιάζω
κι μι τις πιο καλύτιρις να πέφτυν να πλαγιάζου.
Αξιόλογοι είναι και οι στίχοι του παρακάτω τραγουδιού που υμνολογούν την όμορφη κόρη της οικογένειας, εφηβικής ηλικίας. Ευδιάκριτα και πειστικά ο λαϊκός στιχουργός της αγιώτικης περιφέρειας δείχνει πόσο αδύνατο είναι να αναπτυχθεί ένας έρωτας ανάμεσα σε μια Ρωμιοπούλα και έναν Τούρκο. Ανάγλυφα και παραστατικά η όμορφη νέα εξομολογείται την εθνική και θρησκευτική της διάσταση με τον αιώνιο εχθρό της τον Τούρκο, που βέβαια στην ορεινή ύπαιθρο μπορεί να μην έζησε κάτω από τη σκιά του, ωστόσο όμως πολλές φορές κινδύνευσε από τις βιαιοπραγίες του και τη γενιτσαρική του ωμότητα.
Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση.
Γινίτσαρος τη σταύρωσι μι τ’ άσπρου του σαρίκι.
Φραγκίτσα, δος μου φίλημα, Φραγκίτσα, δος μου μάτι.
Πώς να σι δώσου φίλημα, πώς να σι δώσου μάτι;
Ισύ ‘σι ‘νας γενίτσαρους κι γω μια ρωμιοπούλα.
Ισύ πααίνεις στου τζαμί κι εγώ στην εκκλησιά.
Τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου είχαν το δικό τους μερτικό από τα κάλαντα των Φώτων. Οι στίχοι που τους ανήκαν ήταν οι εξής:
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό κι χαϊδιμένου.
Μικρό το ‘χει η μάνα του, μικρό και ου μπαμπάς του.
Του έλουζαν, του χτένιζαν κι στου σχουλειό του στέλ’ ναν.
Πιδίμου, μάθι γράμματα, πιδίμου, βάλι γνώση.
Τα γράμματα είνι στου χαρτί κι γνώση πέρα-πέρα.
Πέρα-πέρα στις όμουρφις, πέρα στις μαυρομάτις.
Πο ‘χουν τον μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σαν γαϊτάνι.
Οι παραπάνω στίχοι δεν είναι οι μοναδικοί που εγκωμιάζουν τον παιδικό χώρο. Ο λαϊκός ποιητής στα κάλαντα δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα παιδιά νηπιακής ηλικίας και μάλιστα στα φασκιωμένα μικρά της κούνιας. Με μελιστάλακτους στίχους γεμάτους τρυφερότητα και περίσσια χάρη αγγίζει την παιδική ανησυχία και τη μερώνει. Και εκείνο σαστισμένο από τον θόρυβο στην αγκαλιά της μάνας του ησυχάζει, σαν να γνωρίζει ότι οι Σκούφοι τραγουδιστές θα πουν και τα δικά του «παινέδια». Οι Σκούφοι που γνώριζαν τη χαρά και το καμάρι ορισμένων οικογενειών, που μετά από πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες σε μεγάλη ηλικία κατάφερναν να αποκτήσουν ένα παιδί, διατράνωναν με το δικό τους τρόπο τα «παινέδια» του τραγουδιού», εισπράττοντας ένα καλό φιλοδώρημα. Τα «παινέδια» αυτά ήταν:
Ένα σπυρί, σπυρόπουλο, σπυρί μαργαριτάρι,
σπυρί το έχει μάνα του, σπυρί κι ου μπαμπάς του.
Το ‘χουν φασκιές μιταξουτές κι πόρτις ασημένις.
Το ‘χουν βαϊές που του κουνούν, βαϊές που το μυρώνουν.
Βαϊά μου, κούνα τον πιδί, βαϊά μου, μέρουσέ του,
ώσπου να έρθ’ η μάνα του να του χορτάσει γάλα,
να του χορτάσει φίλημα, να του χορτάσ’ αγκαλιές.
Στην τιμή των γραμματιζούμενων της εποχής, που ήταν το καμάρι του σπιτιού και του γονιού γίνεται αναφορά με τους παρακάτω στίχους του τραγουδιού:
Γραμματικός εκάθονταν σ’ ανώια και σαράια.
Ό,τι έγραφ’, ό,τι έλιγι, ούλα για την υγειά του.
Έχει τουν ουρανό χαρτί, τη Θάλασσα μιλάνι.
Του πρώτου τ’ άστρου τ’ ουρανού το ‘χει για καλαμάρι.
Το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα και η παλιά θρησκευτική παράδοση, ήταν βασικά γνωρίσματα της ορεινής και της πεδινής περιφέρειας της ανατολικής Θεσσαλίας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η μεγάλη μοναστηριακή περιουσία και ο κλήρος, που ας μην ξεχνάμε μονοπωλούσε τα γράμματα τα χρόνια εκείνα, ήταν οι βασικοί άξονες με τους οποίους ήλεγχε την κοινωνική ζωή του τόπου. Όλα αυτά ήταν γνωστά στον Αγιώτη ποιητή της εποχής εκείνης, που με τους λίγους στίχους παραστατικότατα τονίζει την παπαδοκρατία. Το τραγούδι αφιερωνόταν από τους Σκούφους στους παπάδες:
Αν έχεις γιο στα γράμματα
βάλ’ τονε στο ψαλτήρι.
Να δώσ’ ου Θιος κι Παναγιά
να βάλει πιτραχήλι.
Οι χήρες οι νιότερες (όχι οι γιαγιές), που έμειναν από τα νεανικά τους χρόνια χωρίς τον άντρα τους με μεγάλες φαμίλιες και περπατούσαν όλη τους τη ζωή τον δρόμο του Γογλοθά, κάτω από τη σκιά του μαύρου τσεμπεριού, λιγομίλητες, ταπεινές, καταφρονεμένες, με σκυμμένο πάντα το κεφάλι όπως τις ήθελε ο λαός, έχουν τη δική τους θέση στα τραγούδια των Σκούφων με στίχους πρωτόφαντους σε ομορφιά λόγου και εγκωμίων. Το τραγούδι στην οικογένεια που η χήρα ήταν ο αρχηγός της τραγουδιόταν στη σειρά του νοικοκύρη. Οι εγκωμιαστικοί του στίχοι είναι:
Χρυσή καμπάνα ξακουστή,
στον κόσμο τιμημένη.
Π’ ακούγισι σ’ όλη τη γη
και σ’ όλη τ’ν οικουμένη.
Σ’ άκουσι κι ου βασιλιάς
κι θέλει να συ πάρει.
Ένα άλλο θαυμάσιο τραγούδι γεμάτο ανθρωπιά που το άκουσμα του σκορπούσε ρίγη συγκίνησης, είναι το τραγούδι που αναφέρεται στους ξενιτεμένους. Από το 1900 ως το 1930 πολλοί ήταν οι νέοι από το Μεγαλόβρυσο και μερικές εκατοντάδες από την επαρχία της Αγιάς που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Στο Μεγαλόβρυσο προπολεμικά δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει τον ξενιτεμένο, γι’ αυτό και το τραγούδι τραγουδιόταν από τους Σκούφους στο κάθε σπίτι. Επειδή όμως κακοκάρδιζε και συγκινούσε τους σπιτικούς, ιδιαίτερα τους παππούδες και τις γιαγιές, που ακούγοντάς το δάκρυζαν και συγκινούνταν, το έλεγαν πάντα τελευταίο. Η κάθε λέξη και φράση των στίχων είναι πλημμυρισμένη από το παράπονο, τον καημό και τον πόνο, που προς το τέλος κορυφώνονταν με έναν λαϊκότροπο λυρισμό, που αγγίζει την τραγικότητα:
Ξινιτιμένου μου πουλί κι παραπονιμένου,
η ξινιτιά σι χαίριτι κι γω έχου τον καημό μου.
Σι στέλνου μήλου σέπιτι,
κυδώνι μαραγκιάζει.
Σι στέλνου κι τα δάκρυά μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι.
Τα δάκρυα ήταν καφτιρά και κάψαν του μαντήλι.
Ένα άλλο τραγούδι χαρακτηριστικό που λεγόταν μαζί με την ομάδα των τραγουδιών που αναφέρονταν στον αρραβώνα και την παντρειά είναι και το παρακάτω. Οι στίχοι του είναι αξιοσημείωτοι, έντεχνα μορφοποιημένοι, μυθοπλαστικοί θα λέγαμε και προκαλούν μια ψυχική ευφορία:
Στη μέσ’ από τη θάλασσα είναι ένα κυπαρίσσι.
Ικεί κουρίτσι κάθιτι, κιντά χρυσό μαντήλι.
Μόν’ του κιντούσι κι έλιγι, μόν’ το κιντά κι λέει.
Μαντήλι, χρνσομάντηλου κι χρυσουκιντημένο,
τίνος χιράκια θα σι κρατούν μουστάκι να σκονπίζ.
Ένα άλλο τραγούδι που αναφερόταν σε νιόπαντρο ζευγάρι είναι και το παρακάτω:
Ανδρουγίνιτσα δρουσιρή κι νιοστιφανουμένη
που σι στιφάνουσι ου Θιος μι του διξί του χέρι.
Κρατάει ου δέντρους τ’ δρουσιά, κρατάει κι νιος τ’ γκόρη.
Στα γόνατα την έπιρνι, στα μάτια τη φιλούσι.
Μόν’ τη φιλοσοι κ’ έλιγι, μόν’ τη φιλεί κι λέει
κόρη μ’, δεν είσι ρόδινη, κόρη μ’, δεν είσι ξάσπρη.
Τα δύο τραγούδια που ακολουθούν και που τραγιουδιούνταν όταν τέλειωναν τα οικογενειακά, αφορούν τους Σκούφους και εκφράζουν τα συναισθήματά τους απέναντι στον απλοχέρη και τον τσιγκούνη νοικοκύρη σε ό,τι αφορά το φιλοδώρημα. Τα δύο αυτά τραγούδια όπως λέγεται δεν τραγουδιούνταν από τη μια μεριά γιατί ήταν πολλά τα οικογενειακά τραγούδια, πολλά τα σπίτια και δεν περίσσευε χρόνος γι’ αυτά. Από την άλλη μεριά, από όλα τα σπιτικά ήταν αγνά και φιλικά τα αισθήματα απέναντι στους Σκούφους που φιλοδωρούνταν όπως είπαμε ανάλογα με το βαλάντιο του σπιτιού και δεν χρειαζόταν να ειπωθούν. Ωστόσο, όμως, ο λαϊκός ανθολόγος τα πρόβλεψε και μια φραστική υπέρμετρη παρόρμηση εγκωμιάζει τον χουβαρδά νοικοκύρη στο πρώτο τραγούδι, ενώ στη δεύτερη περίπτωση στιγματίζει και αναθεματίζει τον τσιγκούνη και αφιλόξενο νοικοκύρη του σπιτιού: Ας δούμε τους λίγους στίχους του πρώτου τραγουδιού:
Ισένα πρέπει, αφέντη μου, σι θρόνου να καθίσ’.
Μι το ‘να χέρι να μιτράς κι τ’ άλλο να δανείζεις.
Οι στίχοι του δεύτερου τραγουδιού ήταν:
Σι σένα πρέπει, αφέντη μου, τρουβάς κι δικανίκι.
Να σι τραβούνι τα σκυλιά κι πέντι-δέκα λύκοι.
Το τελευταίο τραγούδι που τραγουδιόταν λίγο πριν οι σκούφοι ξεκινήσουν για το επόμενο σπίτι είναι το τραγούδι με τους πανελλήνια γνωστούς στίχους που καλοτυχίζουν ένα σπιτικό κάτω από διάφορες περιπτώσεις. Και αυτό το τραγούδι δεν τραγουδιόταν τα Φώτα από τους Σκούφους τα τελευταία χρόνια. Τραγουδιόταν, όμως, όπως λέγεται, παλιότερα. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι:
Σ’ αυτό τον σπίτι που ήρθαμι πέτρα να μη ραΐσει
κι ου νοικοκύρης τ’ σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους ικατό κι να τους απεράσει.
Το έθιμο των Σκούφων μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο άρχισε να χάνει την παλιά προπολεμική του αίγλη που παιζόταν από δύο και τρεις ομάδες. Σ’ αυτό, βέβαια, συνετέλεσε και η φυγή πολλών νέων εξαιτίας των πολέμων. Ωστόσο, οι Σκούφοι παίζονταν και τα τραγούδια τραγουδιούνταν κάθε χρόνο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Και αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια της περιόδου αυτής παίζονταν μόνο στο Μεγαλόβρυσο από όλη την επαρχία της Αγιάς. Η αλλαγή του τρόπου ζωής στην ύπαιθρο, τα ενδιαφέροντα των νέων που υπαγορεύονταν από τη σύγχρονη νεοελληνική ζωή των αστικών κέντρων οδήγησε το έθιμο στον αφανισμό.
Από τότε οι Σκούφοι δεν ξαναπαίχτηκαν στο χωριό και τα υπέροχα αυτά μελωδικά άσματα έπαυσαν να ακούγονται στις αυλές των σπιτιών. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980 έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης του εθίμου από μια ομάδα Μεγαλοβρυσιωτών που το έζησαν στα χρόνια της ακμής του. Οι Σκούφοι ξανατραγούδησαν τα τραγούδια, όχι μόνο στο χωριό, αλλά στην Αγιά και τη Λάρισα.
Για τον καθένα προβάλλει το χρέος της διάσωσης αυτών των πολιτιστικών στοιχείων, όχι μόνο με την προφορική αφήγηση ή με τη δημοσίευση, αλλά με την αναβίωση του εθίμου. Η αναβίωση που επιχειρεί φέτος ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μεγαλοβρύσου είναι κάτι παραπάνω από σημαντική και πολύτιμη. Καλούνται, λοιπόν, όλοι, μέλη και φίλοι του συλλόγου, να συμμετέχουν με την παρουσία τους και να το ζήσουν από κοντά.