Η Νεοελληνική Βαβέλ
Πριν πολλά χρόνια κάποια λαοφιλέστατη αοιδός σε δήλωσή της είπε τη φράση «κανείς δεν είναι άσφαλτος…». Ωραία. Η γυναίκα ήθελε να πει αλάθητος και είπε άσφαλτος. Βεβαίως η ίδια το τι σημαίνει άσφαλτος δεν νομίζω πως το γνώριζε στο βάθος και το πλάτος του συγκεκριμένου επιθέτου. Έλα όμως που όλοι εμείς οι «ειδήμονες» της Ελληνικής γλώσσας την πήραμε στο ψιλό… Λες και εμείς είμασταν οι άσφαλτοι…
Κι όμως η φράση που διατύπωσε είναι σωστή. Κάποιοι όμως χλεύαζαν σχεδόν κάθε κουβέντα της εν λόγω τραγουδίστριας!
Αλλά τα τελευταία χρόνια, με τα μαργαριτάρια που διαβάζω καθημερινά στις τηλεοπτικές λεζάντες, τους βαρβαρισμούς και τους σολοικισμούς που βλέπουμε γραμμένους ή που ακούμε σε συζητήσεις διάφορες, που παρακολουθούμε σε δηλώσεις ή περιγραφές ή μεταδόσεις ειδήσεων, φτάνω να απορώ που ακόμα μου έχουν μείνει αντοχές να χρησιμοποιώ την Ελληνική γλώσσα. Και το κακό είναι άλλο. Αν δηλαδή τα μαργαριτάρια αυτά τα παρατηρούσα σε ανθρώπους με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, τότε θα έλεγα το έασον χαίρειν. Τι κάνεις όμως που τα εντοπίζουμε σε μεγαλοδημοσιογράφους, ανθρώπους με τίτλους φορείς κύρους και εξουσίας ή πολιτικούς, πολλοί απ’ τους οποίους είναι μάλιστα πτυχιούχοι φιλολογίας και νομικούς. Κι αυτοί οι άνθρωποι καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους και γενικώς ρυθμίζουν τη ζωή και την τύχη μας.
Κι επί πλέον αναρωτιέμαι αν αυτοί που προσλαμβάνονται στα τηλεοπτικά επιτελεία κι ασχολούνται συνεπώς με την ενημέρωση του κοινού γραπτώς και προφορικώς, και φυσικά αμείβονται (αμοίβονται κατ’ αυτούς) πλουσιοπάροχα, περνούν έστω και από στοιχειώδη έλεγχο της γλωσσικής κατάρτισης. Μην μας διαφεύγει πάντως το γεγονός ότι η τηλεόραση με την τεράστια δύναμή της ως πομπός μας καθιστά όλους μας παθητικούς δέκτες, οπότε πέρα απ’ τη διαμόρφωση των συνειδήσεων λειτουργεί και ως δάσκαλος της γλώσσας, ειδικά για τα παιδιά.
Και τα παιδιά αυτά ενστερνίζονται, δυστυχώς, τη γλώσσα που ακούν και τις φράσεις που διαβάζουν. Και ιδού ορισμένα μικρά δείγματα:
– μοιωμένη αντίληψη
– και ου το καθεξές
– η ασφαλή χώρα
– της διεθνής επιτροπής
– ο φορής κύρους και εξουσίας
– το ασφαλί σημείο, το υγιΐ δέρμα
– ανεξαρτήτου φύλου
– μερικός καιρός
– Τα πάντα όλα (αιωνία σου η μνήμη Ν. Αλέφαντε. Έκοψες πατρόν!)
– από πού και σπου
– υπέρ του δεόντος
– υπό του μηδενός ή υπό του μηδέν
– αποθανατίζω
– Οι ένοπλες δυνάμεις είναι παρών
Θα μπορούσα βεβαίως να παραθέσω πλείστα όσα. Ας μείνω όμως στα παραπάνω, για να μπορέσω να σχολιάσω κάποια άλλα, που πραγματικά είναι τραγελαφικά.
– Προϊόντος της πανδημίας! Η συντάκτις κατά τα άλλα ξέρει τη γενική απόλυτα. Εις ανώτερα!
– Αφενός, αφετέρου, αφετρίτου! Έτσι ακριβώς το διατύπωσε μεγαλοσυντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ και ύστερα από μερικό καιρό το είδα σε έκθεση άριστης μαθήτριάς μου (νυν πολύ καλής φιλολόγου καθηγήτριας). Μάλιστα η ίδια μαθήτρια μου ζήτησε τη γνώμη μου για το βιβλίο της Ρεπούσης!
– «Περιέγραψέ μας, κύριε υπουργέ…» Ακούω συχνά πυκνά τον Χ, τον Ψ, τον Ζ διάσημο τηλεπαρουσιαστή. Τώρα από πότε η προστακτική έγκλιση παίρνει αύξηση ή διατυπώνεται με ερωτηματικό, ομολογώ πως δεν το έμαθα ποτέ μου, όπως επίσης δεν μπόρεσα να μάθω ότι δεν μπορούμε να λέμε της Ακρίτας, της Μπακογιάννης, της Γεροβασίλης…
– Η θρησκευτικού, η Αγγλικού, η Μαθηματικού…
Τώρα πώς προέκυψε μια τέτοια ονομαστική πτώση για τη δήλωση ειδικοτήτων καθηγητριών, επίσης δεν το κατάλαβα. Βέβαια ακόμα δεν άκουσα το η Φιλολογού! Μπορεί προϊόντος των εκπομπών να το ακούσω κι αυτό. Κι αν αυτά τα έλεγαν μαθητές, τότε το πράγμα θα είχε κάποια δικαιολογία. Από πού και σπού όμως να το δικαιολογήσεις, όταν το ακούς σε πρωϊνές σαχλοεκπομπές από κάποιες «τρισχαριτωμένες» τηλεπαρουσιάστριες;
– Το προσδόκιμο ζωής.
Πραγματικά είναι από τις φράσεις που μου προκαλούν φοβερή δυσφορία, όταν τις ακούω από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, φορείς επιστήμης, εκπαίδευσης και εξουσίας. Το επίθετο προσδόκιμος είναι πράγματι ομόρριζο του ρήματος προσδοκώ και πράγματι σημαίνει αναμενόμενος, αλλά συντακτικά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ετερόπτωτος προσδιορισμός στη γενική «ζωής». Και προτού το αμφισβητήσει κάποιος, ας ελέγξει τον κοινωνιολογικό όρο «προσδοκώμενη» ζωή» κι ύστερα ας εγείρει όσες συστάσεις θέλει.
Και σαν δεν μας έφταναν όλα τα παραπάνω, έχουμε και κείνο το έρμο το «τέτοιο» που το χρησιμοποιούμε δια πάσαν ανοησίαν επικοινωνιακήν. Το κάναμε ρήμα, επίρρημα, ουσιαστικό, επίθετο, τα πάντα όλα! Στις δέκα λέξεις οι οχτώ είναι «τέτοιο». Πετάμε λοιπόν ένα τέτοιο και είμαστε βέβαιο, να ΄ούμε, ότι επήλθε πλήρης συνεννόηση, να ΄ούμε…
Συμπερασματικά θέλω να σημειώσω τούτο μόνο:
Να πού μάς οδήγησε η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Μιας γλώσσας που διδάσκεται επιμελώς σε σχολεία του πολιτισμένου κόσμου ανά την υφήλιον, ενώ εμείς, που αυτοκολακευόμαστε ως συνεχιστές και φορείς της γλώσσας αυτής, πετάξαμε τα άγια τοις κυσί. Κι εκείνο που με ανησυχεί πιο πολύ είναι που αυτή μας την κατάντια οι ξένοι τη γνωρίζουν! Και φτάνω να αναρωτιέμαι μήπως οι Έλληνες γλωσσικώς επτωχεύσαμεν ή κλείσαμε πριν την ώρα του το γλωσσικό μας ταμείο και το πετάξαμε κι αυτό βορά στη λάμια της παγκοσμιοποίησης.
Τέλος, δεν μπορώ να μην επισημάνω και την ακόλουθη απορία μου: Εκείνοι άραγε που έχουν την ευθύνη της παιδείας του Έθνους το έχουν καταλάβει ότι, όταν κόβεις τις γλωσσικές ρίζες ενός λαού, αυτομάτως αφαιρείς απ’ αυτόν τον λαό το μέλλον του; Και επιπρόσθετα, μήπως αυτή η Νεοελληνική Βαβέλ εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες;
Πέρα όμως από τις σκοπιμότητες υπάρχει και η Ελλάδα.
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος
Φιλόλογος