Μαρίνος Αντύπας
(Τα στοιχεία όλα προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Οδυσσέα Τσιντζιράκου)
Γεννήθηκε το 1872 στα Φερεντινάτα της Κεφαλλονιάς και μεγάλωσε στο Αργοστόλι, όπου έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Ήταν γιoς μαρμαροτεχνίτη και σε μικρή ηλικία φύτρωσε μέσα του ο σπόρος της επανάστασης, καθώς επηρεάστηκε φοβερά από τις ιδέες και την πρακτική του Ρόκκου Χοϊδά, της πιο δημοκρατικής πολιτικής προσωπικότητας, που είχε δραστηριοποιηθεί την εποχή εκείνη στην Αθήνα. Ο Χοϊδάς, το 1885, με τον Καλαβρυτινό Βουλευτή Οικονόμου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα, που σύντομα όμως διαλύθηκε. Τελικά ο Χοϊδάς πέθανε το 1890. Έτσι ο Αντύπας δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, αλλά επηρεάστηκε απ’ τις ιδέες του γνωστού αυτού δημοκράτη.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο πήγε στην Αθήνα, για να σπουδάσει νομική. Στην Αθήνα δεν άργησε να έρθει σε επαφή με τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Σταύρου Καλλέργη, οπότε και ακολούθησε τις σοσιαλιστικές ιδέες, και ανέπτυξε σχετική δράση μέσα στην Αθήνα. Παράλληλα το πατριωτικό του ήθος δεν τον άφηνε να εφησυχάζει στην Αθήνα και το 1897 πηγαίνει εθελοντής στην Κρήτη, όπου παίρνει μέρος την Κρητική επανάσταση και τραυματίζεται στον θώρακα. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, προκειμένου να αναρρώσει. [Σε δημοσίευμα της 10/3/1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις διαβάζουμε: «Γνωστοτάτη φυσιογνωμία εν Αθήναις. Με την πελωρίαν ρεπούμπλικάν του, την λεοντώδη μορφήν του και το ανδρικώτατον παράστημά του ετάραξε τους αθηναϊκούς κύκλους»].
Βλέπει ότι η επανάσταση τελικά αποτυγχάνει, πράγμα που τον απογοητεύει και τον εξοργίζει, και γι’ αυτό θεωρεί υπεύθυνο το παλάτι! Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1897, αφού πήρε μέρος σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια, κατέληξε στο να βγάλει έναν πύρινο λόγο εναντίον του Παλατιού, πράγμα που θα τον οδηγήσει στη σύλληψή του. Ωστόσο, απτόητος θα κατηγορήσει τη συμπεριφορά του διαδόχου και των πριγκίπων και ζητεί να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρις εσχάτων.
Θα δικαστεί για διέγερση του λαού και εξύβριση και θα του επιβληθεί ποινή φυλάκισης ενός έτους. Στην ανακοίνωση το ακροατήριο ξέσπασε σε αποδοκιμασίες, αλλά ο Αντύπας θα μεταφερθεί στις φυλακές της Αίγινας και θα κρατηθεί υπό ιδιαίτερα αυστηρές συνθήκες. Τέθηκε σε απομόνωση ως λίαν επικίνδυνος, για να μην έρχεται σε επαφή με κανέναν. Κι αν δεν συμμορφωθεί, τότε επιβάλλεται να τον δέσουν και να τον θέσουν «υπό άναλον δίαιτα».
Όταν αποφυλακίστηκε δεν θα συνεχίσει τις σπουδές του, παρά θα επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, όπου και θα ιδρύσει τη σοσιαλιστική εφημερίδα «Ανάστασις, εφημερίς ανθρωπιστική». Ωστόσο και πάλι προκαλεί τις αρχές με το άρθρο του «Τις ο αίτιος;» και ξανά θα οδηγηθεί σε σύλληψη.
Ύστερα από αρκετές διενέξεις του με τις αρχές και μετά από αρκετές περιπέτειες, μιας και η εκάστοτε Ελληνική κυβέρνηση δεν παύει να εκποιεί τα εθνικά μας κτήματα, καθώς με τις λοβιτούρες που ισχύουν ήδη από το 1823 με τα καμώματα των κοτζαμπάσηδων και του Μαυροκορδάτου, κατά τη Β’ Εθνοσυνέλευση, με τα «κατάλληλα χαρτιά» τα μεταβίβασαν από Οθωμανούς ιδιώτες σε Έλληνες μεγαλοτσιφλικάδες, και μάλιστα σε τιμές, εξευτελιστικές, τη στιγμή που οι αγρότες καλλιεργητές δεν μπορούν να αγοράσουν, ο Μαρίνος Αντύπας πήγε στη Ρουμανία, όπου διέμενε ο πλούσιος θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης, με τον οποίο συμφωνούσαν ιδεολογικά και ο Αντύπας πίστευε πως, αν ο θείος του αγόραζε τσιφλίκια στη Θεσσαλία, η οποία πρόσφατα είχε προσαρτηθεί στο Ελληνικό Κράτος, με τον τρόπο αυτό θα βοηθούσε τους κολίγους.
Ο Σκιαδαρέσης, μαζί με τον Κεφαλλονίτη Αριστείδη Μεταξά, αγόρασαν 300.000 στρέμματα στο Δέλτα του Πηνειού (¼ ο Σκιαδαρέσης, ¾ ο Μεταξάς) έναντι 1.600.000 δραχμών, Τριτάρικα τσιφλίκια. Μάλιστα όταν κινήθηκαν να τα αγοράσουν οι καλλιεργητές, η Εθνική Τράπεζα δεν τους χορηγούσε δάνεια! (Για το πώς πουλήθηκαν αυτά τα τσιφλίκια, ας μην το σχολιάσουμε τώρα! Συνέβησαν πολλά και φοβερά. Θα μας απασχολήσουν όμως εν ευθέτω οι οργιώδεις αγοραπωλησίες…)
Επιστρέφοντας ο Αντύπας από τη Ρουμανία ιδρύει το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» στοχεύοντας βεβαίως στη διάδοση των προοδευτικών του ιδεών. Η είσοδός του είναι ελεύθερη και επιτρέπεται ακόμα και σε γυναίκες. Δεν θα αργήσουν και πάλι οι αρχές να ενοχληθούν και να προβούν στην σύλληψή του. Και πάλι κατηγορείται για εξύβριση του βασιλιά, και πάλι δικάζεται, αλλά αθωώνεται.
Το 1905 πήγε ξανά στην Κρήτη για να βοηθήσει εκ νέου την επανάσταση. Λέγεται μάλιστα πως τότε τον κάλεσε ο Βενιζέλος και του είπε «Μαρίνο, μ’ ένα ντουφέκι επιπλέον η επανάσταση δεν σώζεται. Αλλά ένας λόγος σου μέσα στην Αθήνα είναι και επανάσταση και συμπαράσταση. Πήγαινε λοιπόν εκεί». Θα μιλήσει στις στήλες του Ολύμπιου Διός στις 19 Αυγούστου 1905 και πάλι θα συλληφθεί. Τελικά η παρουσία του αποτελεί κόκκινο πανί για τις αρχές.
Τελικά, τον χειμώνα, αρχές 1906, ιδρύει το Κοινωνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα και τον Μάρτιο λαμβάνει μέρος στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής Κρανιάς. Πέρα απ’ τον πόλεμο που δέχτηκε προεκλογικά, υπήρξε και καλπονοθεία στις εκλογές με επακόλουθο να μην εκλεγεί, παρόλο που συγκέντρωσε τεράστιο αριθμό ψήφων (2550!). Κι αφού απέτυχε στις εκλογές του 1906, πήγε στο κτήμα που ήδη στο μεταξύ είχε αγοράσει ο θείος του Σκιαδαρέσης, για να δουλέψει ως επιστάτης, και διέμενε στον Πυργετό, στο ίδιο σπίτι που διέμενε και ο επιστάτης του Μεταξά Ιωάννης Κυριακός, με τον οποίο εξαρχής οι σχέσεις των ήταν διαταραγμένες.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν και δούλευαν οι κολίγοι ήταν πανάθλιες. Και υπέφεραν από τους Έλληνες Τσιφλικάδες πιο πολύ απ’ όσο υπέφεραν από τους Τούρκους. Ο Αντύπας συμπαριστάμενος τους κολίγους γυρνάει τα χωριά και κουβεντιάζει διαρκώς μαζί τους σε μια προσπάθειά του να βελτιώσει την κατάστασή τους. Τον αναγνωρίζουν ως «δάσκαλο» και στην προσπάθειά του έχει σύμμαχό του και τον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση και τον γιο του θείου του και εξάδελφό του Παναγιώτη. Προκαλεί όμως τις αντιδράσεις των άλλων τσιφλικάδων, καθώς και του επιστάτη Ιωάννη Κυριακού, ο οποίος άρχισε συκοφαντικά να διαδίδει πως δήθεν ο Αντύπας παρενοχλεί τη σύζυγό του.
Μάλιστα ο μεγαλοτσιφλικάς και βουλευτής Αγιάς Αγαμέμνων Σλήμαν (γιος του αρχαιολόγου) θα κατηγορήσει αναφανδόν τον Αντύπα στον Νομάρχη Λάρισας ότι υποκινεί τους αγρότες και διασαλεύει την τάξη. Στη δημόσια σύσταση που του έκαμε ο Νομάρχης, ο Αντύπας αντέδρασε και πάλι έντονα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Ο Νομάρχης υπέβαλλε ξανά μήνυση για εξύβριση, αλλά η υπόθεση δεν εκδικάστηκε ποτέ. Και όταν ο Αντύπας έμαθε ότι ο Σλήμαν τον κατηγορούσε, όταν τον συνάντησε στις 10 Σεπτεμβρίου 1906 στην Αθήνα, κάπου στο Σύνταγμα, τον χαστούκισε ύστερα από λογομαχία. Ξανά προσήχθη σε δίκη «επί αδίκω επιθέσει». Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και ο Αντύπας θεώρησε μοναδική την ευκαιρία να διαδώσει τις ιδέες του: «Εις την Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κάτισχνοι, εφ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων» Καταδικάστηκε σε 20ήμερη φυλάκιση.
Η δράση του ενοχλεί τα μέγιστα τους άλλους επιστάτες και τους τσιφλικάδες. Στέλνουν διαρκώς μηνύματα απειλητικά και στον Αντύπα και στον Σκιαδαρέση. Μάλιστα βγήκε και η είδηση ότι ο Μεταξάς προσέφερε σε κάποιον ονόματι Γιαταγάνα 10.000 δραχμές, για να δολοφονήσει τον Αντύπα, αλλά ο Γιαταγάνας το αποκάλυψε κάπου, το πράγμα διέρρευσε και προς το παρόν η δολοφονία αποσοβήθηκε.
Ώσπου φτάσαμε στις 8 Μαρτίου 1907. Ήδη ο Κυριακός ήταν έτοιμος για τη δολοφονία του Αντύπα και περίμενε την αφορμή και την ευκαιρία. Απ’ το επεισόδιο με τον Σλήμαν και εφεξής τα πράγματα κινούνταν υπόγεια, σταθερά και σίγουρα. Η αμοιβή του Κυριακού έφτασε τελικά τις 30.000 δραχμές. Τόσο κοστολογήθηκε από τους τσιφλικάδες η ζωή του Μαρίνου Αντύπα. Τη μέρα εκείνη ο Αντύπας είχε μεταβεί στη Λάρισα, γιατί είχε τη δίκη με τον Νομάρχη, η οποία όμως αναβλήθηκε. Επέστρεψε το βράδυ και πήγε στον Πυργετό, στο σπίτι, όπου διέμενε με τον Κυριακό. Μετά το φαγητό στο ισόγειο, και ενώ ο Αντύπας είχε μαζί του και τον εξάδελφό του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση, ανέβηκε στον όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό του. Λογομάχησε με τον Κυριακό, λέγεται μάλιστα πως ο Αντύπας τον χαστούκισε, οπότε ο άλλος τον πυροβόλησε στον κρόταφο και τον τραυμάτισε. Ο Αντύπας του επιτέθηκε για να τον μαχαιρώσει (όπως κατέθεσε ο Κυριακός), αλλά μόλις διαπίστωσε ότι ο Κυριακός σκόπευε να τον σκοτώσει, έκαμε στροφή για να φύγει. Τότε ο Κυριακός τον πυροβόλησε πισώπλατα και έτρεξε και κλειδώθηκε στο δωμάτιο του, μέχρι που παραδόθηκε στη χωροφυλακή. Ο Αντύπας αιμόφυρτος έπεσε στην αγκαλιά του ξαδέλφου του, όπου σε λίγο θα ξεψυχήσει. Πρόλαβε και είπε τις λέξεις: Ισότης, αδελφότης, ελευθερία. Και συνάμα ζήτησε από τον ξάδελφό του να τον θάψει στο Λασποχώρι.
Η κηδεία του υπήρξε λαϊκό προσκύνημα και στην πομπή πήρε μέρος η Φιλαρμονική. Τελέστηκαν πολιτικά μνημόσυνα σε Αθήνα και Κεφαλονιά. Ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι του Λασποχωρίου εναντίον εκείνων του Πυργετού, γιατί τους θεώρησαν υπεύθυνους και ζητούσαν εκδίκηση. Τα επεισόδια αποφεύχθηκαν με την παρέμβαση της χωροφυλακής.
Οι αρχές τελικά πήραν το μέρος του Κυριακού και πολλά πράγματα δεν ερευνήθηκαν καν. Να και το τηλεγράφημα του αστυνόμου στο υπουργείο Εσωτερικών. «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Με πολλή δυσκολία εντέλει μπορεί να βγει νόημα… Σ’ άλλη αναφορά, άλλος αστυνόμος τω καιρώ εκείνων έγραφε συν τοις άλλοις: «…επί του νερού των υδάτων…». Πολλά ερωτήματα έμειναν αναπάντητα. Το επίσημο κράτος, όπως πάντα, κάλυψε τον δολοφόνο και έριξε το άδικο στο θύμα. Μια απ’ τα ίδια δηλαδή:
Ο 35χρόνος Μαρίνος Αντύπας ευθύνονταν γιατί θυσίασε τη ζωή του για την απελευθέρωση και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των αγροτών. Τα ίδια έκαμαν κι άλλοι, πλείστοι όσοι, πριν απ’ αυτόν και τους έφαγε το σκοτάδι…
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος
Φιλόλογος