Το Κύκνειον άσμα
Του φιλόλογου Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
Ο Κύκνος ως προς το γένος του είναι συγγενές πτηνό της οικογένειας των νησσιδών, των νησσών δηλαδή και των χηνών, καθώς με τις κατηγορίες αυτών των πτηνών παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες των ανατομικών του χαρακτηριστικών. Και γύρω από το συγκεκριμένο πτηνό θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλείστα όσα, εφόσον το συναντούμε και στην αρχαία Ελληνική μυθολογία ως χρησμοδοτικό πτηνό του Απόλλωνος. Όμως αφήνουμε στην άκρη όλα τα άλλα, μια και ο σκοπός της αναφοράς του στη συγκεκριμένη γραφή είναι άλλος.
Λοιπόν. Συχνά πυκνά ακούμε τη φράση «κύκνειον άσμα». Και μάλλον δίνεται η γενικότερη εντύπωση πως ο πολύς κόσμος έχει στο μυαλό του συγκεχυμένη παράσταση περί του εν λόγω άσματος. Αφήνω δε το ότι σε υπεραρκετούς, στο άκουσμα της φράσης επικρατεί η αίσθηση πως εκείνος που το λέει, έχει πάρει ήδη την άγουσα προς τα δώματα του Αγίου Πέτρου. Βέβαια η αίσθηση αυτή φέρει τη δική της ξεχωριστή σημειολογία, δεδομένου ότι το πτηνό αυτό μόλις προαισθανθεί τον θάνατό του ξεσπά σε μελωδικούς θρήνους (εξ ου και η ονομασία). Και αυτή λογικά και βιολογικά είναι και η κυριολεκτική σημασία της φράσης «κύκνειον άσμα».
Αλλά πέρα από αυτά, ανέκαθεν στη χρήση της φράσης, δίνουμε και άλλες διαστάσεις. Συνήθως αναφερόμαστε στο τέλος του έργου οποιουδήποτε δημιουργού λογοτέχνη, επιστήμονα, παρουσιαστή, πολιτικού ή δημόσιου προσώπου γενικώς. Και κατά κανόνα αποφεύγουμε να το συνδέσουμε με την παγερή αίσθηση της πραγματικότητας του αγύριστου ταξιδιού. Παραμένουμε και επιμένουμε στο τέλος της δραστηριότητας κάποιου, που αποφάσισε να δώσει τέρμα στον ρόλο του, ακριβώς επειδή έφτασε να διαπιστώσει πως όλες του οι προσπάθειες απέβησαν vanitas vanitatum et omnia vanitas! Και προφανώς καμιά περαιτέρω συνέχεια δεν έχει ούτε νόημα ούτε αξία. Βεβαίως αυτά, όταν το άτομο προβαίνει συνειδητά σε μια τέτοια ενέργεια, δεδομένου ότι μπορεί το «κύκνειον άσμα» να επέλθει και ακούσια λόγω αιφνιδίου συμβάντος.
Αλλά δεν μιλούμε για τη δεύτερη περίπτωση. Μιλούμε για την πρώτη, κατά την οποία επέρχεται η συνειδητοποίηση της ματαιοπονίας και της χαμένης προσφοράς. Όταν το άτομο αντιλαμβάνεται πως στις περιπτώσεις τέτοιου είδους αποδεικνύεται περίτρανα πως «του γρούνι δε γένιτι πρόβατου, όσις προυβιές κι αν του βάλς» καταπώς λέει και η παραδοσιακή παροιμία στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάς. (Καλά είναι να θυμόμαστε που και που την ντοπιολαλιά μας. Γιατί, αν χαθεί, χάνεται συνάμα ένα τεράστιο κομμάτι της παράδοσής μας. Δηλαδή του πολιτισμού μας).
Αλλά και εκτός όλων των άλλων, το «κύκνειον άσμα» έρχεται κάθε φορά για να υπενθυμίσει στον καθένα μας δύο απλές και αυτονόητες αλήθειες:
Πρώτη: «Ο, τιδήποτε έχει αρχή, νομοτελειακά έχει και τέλος. Απτή απόδειξη και η ίδια η ζωή μας. (Ρωτήθηκε σχετικώς κάποτε ο μέγας Αϊνστάιν και έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
– Όλα στον κόσμο έχουν αρχή και τέλος, εκτός από δύο: Το ένα είναι το σύμπαν, για το οποίο βέβαια δεν είμαι σίγουρος. Το άλλο είναι η ανθρωπίνη ηλιθιότης, για την οποία είμαι απόλυτα βέβαιος). Στα δύο αυτά ας μου επιτραπεί να προσθέσω και ένα τρίτο: Ο Θεός! Όπως ο καθένας τον αντιλαμβάνεται και τον πιστεύει…
Δεύτερη: Είναι η αλήθεια που θέλει όλα τα εγκόσμια να πηγαινοέρχονται, αλλά:
– Μόνο τα μαλλιά τα γκρίζα δεν μαυρίζουνε και τα νιάτα σαν περάσουν δεν γυρίζουνε…
(Το σχετικό ποίημα το έγραψε ο αξεπέραστος λαϊκός ποιητής και μουσικοσυνθέτης Χρήστος Κολοκοτρώνης και το τραγούδησε το 1953 ο μοναδικός Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι απ’ τα πρώτα του τραγούδια, που άφησαν εποχή).
Ασφαλώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τέτοιες αρνητικές και πεσιμιστικές θέσεις δεν πρέπει να προβάλλονται. Σωστά μεν, αλλά… Αν ξεκινούσαν με τέτοιο σκεπτικό όλοι όσοι θυσίασαν το είναι τους για τη σωτηρία του κόσμου και τη στήριξη της επιστήμης, τότε η ανθρωπότητα θα βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση αγρίων. Δεν αντιλέγω, μα δεν γίνεται και να μην παραδεχτώ, ότι τελικά ο πολιτισμός μας δεν μπόρεσε να καταπραΰνει την αγριότητα και την εκδικητικότητα του ανθρώπινου ενστίκτου, του πιο αιμοβόρου σ’ ολόκληρο το ζωϊκό βασίλειο!
Εξάλλου, όλοι εκείνοι που θυσιάστηκαν για την αφύπνιση των μαζών, για τη στερέωση της λευτεριάς, και την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ανάδειξη και την αξιοποίηση του τόπου τους, όλοι λοιπόν κατακρίθηκαν, χλευάστηκαν, διώχτηκαν, προπηλακίστηκαν, εξοντώθηκαν. Βέβαια το έργο τους αναγνωρίστηκε εκ του ασφαλούς ύστερα από τον θάνατό τους, για να φαντάζουν ως φάροι αλτρουισμού, αρετής, δικαιοσύνης, ανθρωπισμού. Ναι, αυτοί οι άνθρωποι συνειδητά δεν δέχτηκαν να «ψάλουν» το «κύκνειον άσμα τους» και θυσιάστηκαν για τους ρόλους εφ οις ετάχθησαν. Ακόμα κι όταν κατανόησαν ότι αντίδοτο του Μάννα είναι η χολή και το όξος, και αντί της ευγνωμοσύνης βομβαρδίζονται εσαεί με την αχαριστία. Ναι, η προσφορά τους είναι ανεκτίμητη, καθώς υπηρέτησαν τις αιώνιες αξίες και τα υψηλά ιδανικά της ανθρωπότητας.
Όμως: Τελικά και οι ίδιοι πήγαν χαμένοι και η ανθρωπότητα δεν καλυτέρεψε σε τίποτα. Τις αιτίες τις συμπυκνώνω στο τελευταίο μου βιβλίο: «Οδυσσεύς Ανδρούτσος, τραγωδία δίχως κάθαρση». Όπου η τραγωδία του Οδυσσέως ταυτίζεται με την ανεξιλέωτη τραγωδία της Ελλάδας, ενώ ο ήρωας προβάλλεται ως διαχρονικό και πανανθρώπινο σύμβολο ανιδιοτελούς αγωνιστή της Λευτεριάς.