Βία και καταναλωτισμός
(Παρουσίαση της μελέτης του Κ. Νασίκα, Βία και Καταναλωτισμός. Από τον κανιβαλισμό στις απεργίες πείνας και τις περιβαλλοντικές καταστροφές, Αρμός, 2024)
Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου – δρος Ιστορίας Α.Π.Θ.
Η βία ως έμπρακτη εκδήλωση και όχι ως προδιάθεση ή ενόρμηση έχει ‒δυστυχώς‒ αποκτήσει σχεδόν καθολική διάσταση στον σύγχρονο κόσμο. Από τους αθλητικούς χώρους έχει μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια στις σχολικές αυλές αλλά και στην οικογενειακή εστία (ενδοοικογενειακή βία). Αν μη τι άλλο, παρατηρείται έντονη έξαρση του φαινομένου, η οποία απειλεί με σοβαρό κλυδωνισμό τις ανθρώπινες σχέσεις.
Μία σημαντική παράμετρος του φαινομένου της βίας ως γενεσιουργός αιτία της είναι η κατανάλωση, από την κατανάλωση τροφής έως την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Πώς συνδέονται άραγε μεταξύ τους οι έννοιες «καταναλωτισμός και βία»; Η διασύνδεσή τους, με αρνητικά κάθε φορά αποτελέσματα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον όπου ζει, αφορά αποκλειστικά στην εποχή μας και τον δικό μας «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο ή σε άλλους πολιτισμούς απαντούν διαφορετικές μεταξύ των δύο εννοιών συνδηλώσεις; Μέσα από ποιά ψυχαναλυτική ή άλλη διαδρομή ο πρωτόγονος κανιβαλισμός οδηγεί στις απεργίες πείνας και στις σύγχρονες διατροφικές διαταραχές (ανορεξία, βουλιμία και άλλες);
Πρόκειται για μερικά από τα ερωτήματα στα οποία απαντά η συνθετική και πρωτότυπη μελέτη του διακεκριμένου ψυχαναλυτή Κώστα Νασίκα, η οποία μεταφράστηκε πρόσφατα στην ελληνική γλώσσα από τα γαλλικά. Σε αυτή, ο εμβριθής ερευνητής διερευνά και αναλύει με ενάργεια τις συνιστώσες και εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής που υπεισέρχονται στην έννοια της πρόσληψης της τροφής σε διάφορες κοινωνίες και εποχές.
Το βιβλίο αποτελεί ενδιαφέρον και συνάμα ελκυστικό ανάγνωσμα τόσο για τον αμύητο στην επιστήμη της ψυχανάλυσης αναγνώστη και στοχαστή όσο και για τον ειδικό επιστήμονα.
Ο συγγραφέας επιχειρεί μια ολιστική και πολυπρισματική διαπραγμάτευση του θέματος αξιοποιώντας πληροφορίες και από άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες (κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, ιστορία, φιλοσοφία, γλωσσολογία, ιστορία της επιστήμης, λογοτεχνία και άλλες) προκειμένου να «φωτίσει» κάθε πτυχή του θέματός του και να διερμηνεύσει τις αντιδράσεις του υποσυνείδητου.
Ειδικότερα μελετά αναλυτικά ‒σχολαστικά θα έλεγε κανείς‒ τις δύο έννοιες «βία» και «καταναλωτισμός» και τις παραμέτρους που συνδέονται με αυτές, ενώ, στη συνέχεια, επιχειρεί να διεισδύσει στα «άδυτα» της μεταξύ τους διασύνδεσης, με εστίαση στις απεργίες πείνας και δευτερευόντως τις νηστείες αλλά και σε διάφορες σύγχρονες διατροφικές διαταραχές.
Είναι φανερό ότι ο καταναλωτισμός έχει επιβληθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ιδιαίτερα μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ακολούθησε μια περίοδος ανασυγκρότησης για τα ευρωπαϊκά κράτη, που οδήγησε σταδιακά στην ευμάρεια.
Αποτελεί δε σχεδόν «ταυτοτικό» στοιχείο του ανθρώπου στην εποχή μας σε σημείο να «έχουμε εξορκίσει από τη ζωή μας τον θάνατο». Αυτό συμβαίνει γιατί η αρρώστια, η φθορά, ο θάνατος είναι έννοιες ασύμβατες προς τον «πολλά υποσχόμενο» στον σύγχρονο άνθρωπο καταναλωτισμό.
Ο συγγραφέας παραθέτει χαρακτηριστικά (σ. 297):
«… αυτή η τάση (δηλαδή η εξαφάνιση του θανάτου, ως γεγονότος και ως τελετουργίας) αναπτύχθηκε παράλληλα με την αύξηση της κατανάλωσης αγαθών, με σκοπό να συντηρηθεί η ψευδαίσθηση της διαρκούς ευχαρίστησης και της ανυπαρξίας της στέρησης». Και παρακάτω (σ. 362):
«Η ιδανικότητα και η αθανασία που αγοράζονται σε χαμηλή τιμή στο πρώτο σουπερμάρκετ αφήνουν έτσι ελάχιστο χώρο στη διάσταση και την προβληματική του θανάτου και του θεού».
Ο ρυθμιστικός ρόλος του καταναλωτισμού οδηγεί τον άνθρωπο σε αέναη σύγκρουση με τον εαυτό του και το περιβάλλον, η οποία επιφέρει εκδηλώσεις βίας σε καθημερινή βάση. Οι άνθρωποι αναμετρώνται και συγκρούονται μεταξύ τους με διακύβευμα την κατάκτηση καταναλωτικών αγαθών, τα οποία θεωρούν ότι θα τους οδηγήσουν στην πληρότητα και την εσωτερική γαλήνη.
Σε τελική ανάλυση, όμως, τόσο οι «κερδισμένοι» όσο και οι «χαμένοι» της διεκδίκησης αυτής, εξακολουθούν να συντηρούν τα βίαια ένστικτα που έφεραν στην αρχή αλλά και στη διάρκεια της «μάχης»: οι πρώτοι για να μην απολέσουν τα αγαθά και τις ανέσεις που με κόπο κατέκτησαν και οι δεύτεροι για να ανατρέψουν τη σε βάρος τους κατάσταση και να υπερκεράσουν τους άλλους σε απολαύσεις.
Η αναμέτρηση αυτή οριοθετεί κοινωνίες-«ρωμαϊκές αρένες», από τις οποίες έχει εξοβελιστεί κάθε ίχνος ανθρωπισμού και ενσυναίσθησης. Έτσι, οι άνθρωποι, ενώ στοχεύουν στο ιδανικό της επικούρειας αυτάρκειας και γαλήνης, βρίσκονται σε διηνεκή σύγχυση και επισφάλεια, αδύναμοι να διαχειριστούν στις εσωτερικές τους εντάσεις, και «ρωγμές».
Η έννοια της συναλλαγής και του κέρδους έχει σταδιακά ευτελίσει και τις ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες έχουν καταπέσει στο βωμό της εκμετάλλευσης του ενός ανθρώπου από τον άλλο και της εμπορικοποίησης. Με τον ίδιο βάναυσο τρόπο, ο σύγχρονος άνθρωπος «βιάζει» και το περιβάλλον όπου ζει, τον δικό του ζωτικό χώρο, με επιστέγασμα την προσωπική του συντριβή και απόγνωση.
Οι ρίζες, βέβαια, της σύζευξης βίας και καταναλωτισμού, όπως τις αναλύει διεξοδικά ο συγγραφέας μιλώντας για τον πρωταρχικό ρόλο της στοματικής φάσης του εμβρύου, εντοπίζονται στην πολύ πρώιμη βρεφική ηλικία, όταν το βρέφος περιμένει το μητρικό γάλα, η πρόσληψη του οποίου είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωσή του αλλά ταυτόχρονα και ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας του ‒έως τότε‒ με τον «έξω» κόσμο. Στη σχέση αυτή διακρίνεται το στοιχείο της διττότητας, «μητέρας-παιδιού», χωρίς την παρεμβολή τρίτου ατόμου, «ενδιάμεσου».
Περαιτέρω, η σημασία της πρόσληψης της τροφής εξίσου με αυτή της ενσυνείδητης απόρριψής της ‒μέσα από υπαρκτές ή φαντασιακές καταστάσεις ανθρωποφαγίας ή κανιβαλισμού‒ αναλύονται με ψυχαναλυτική ενάργεια και σαφήνεια από τον συγγραφέα.
Σημαντική, ωστόσο, για τον modus vivendi που έχουν υιοθετήσει οι σύγχρονες κοινωνίες είναι η παραδοχή του ότι υπόβαθρο του καταναλωτισμού αποτελεί και η στάση εκείνων των γονιών που «απαντούν» στις πραγματικές ανάγκες των παιδιών τους για κατανόηση, αποδοχή και ψυχικό έρμα με την κάλυψη «πλασματικών» αναγκών ή «νέο-αναγκών», που επιβάλλονται από τους μηχανισμούς της διαφήμισης και του lifestyle.
Έτσι, δημιουργούνται ψεύτικες ανάγκες και καλλιεργείται η αρνητική πλευρά του ναρκισσισμού. Ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα της διαφήμισης, που προβάλλει σκόπιμα και δόλια την κίβδηλη εντύπωση της σπανιότητας για κάθε νέο αγαθό που παράγεται και προωθείται στην κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά, ο καταναλωτής καθίσταται ταυτόχρονα και νάρκισσος: εφόσον μπορεί να έχει στη διάθεσή του τα πάντα, γιατί να διαθέτει τον χρόνο του και την ενέργειά του στον άλλο; Γιατί να ρίχνει γέφυρες στον άλλο, όντας ο ίδιος υπερδύναμος και «κερδισμένος»;
Ο ναρκισσισμός εξωθεί στην απάθεια και την πλήρη αδιαφορία του ανθρώπου για τον συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος που βιώνει τα συναισθήματα αυτά αποξενώνεται από τον εσωτερικό εαυτό του και τους άλλους, αυτό-περιθωριοποιείται, αλλοτριώνεται. Κατ’ επέκταση, οι κοινωνίες χάνουν τη συνοχή τους, ο κοινωνικός ιστός αποσαθρώνεται.
Σε αυτή τη διαδεδομένη πλέον στον κόσμο της ευμάρειας και του άκρατου καταναλωτισμού στάση ζωής φαίνεται ότι βρίσκονται τα «ερείσματα» της ανορεξίας, της βουλιμίας και άλλων συχνών πλέον ‒ιδιαίτερα κατά τη περίοδο της εφηβείας, όπου ο άνθρωπος υφίσταται δραματική μετάλλαξη‒ διατροφικών διαταραχών.
Ως παράδειγμα απόρριψης κάθε μορφή βίας μέσω των διατροφικών και καταναλωτικών του επιλογών (νηστεία, χορτοφαγικές συνήθειες) φέρνει ο συγγραφέας τον θεμελιωτή του σύγχρονου κράτους της Ινδίας, Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος προέταξε την έννοια της αλήθειας και της ηθικής ανωτερότητάς του στην κατανάλωση αγαθών. Ο Γκάντι υπήρξε για τους Ινδούς πρότυπο εγκράτειας.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας για την περίπτωση του Γκάντι ότι «…εγγράφεται η νηστεία του ως όπλο μέσα σε ένα λεπτό παιχνίδι αλληλεπιδράσεων: εκείνος που υπομένει την οδύνη (της νηστείας ή οποιαδήποτε άλλη) με κουράγιο, γεννά αργά ή γρήγορα στον άλλο (τον αντίπαλο) την ιδέα της δικής του ηθικής αδυναμίας» (σ. 113-114) και το καθήκον του να συνταυτιστεί με τον νηστεύοντα και να αποδεχτεί τους όρους του.
Βέβαια, ο Γκάντι έζησε σε άλλη εποχή και η κοσμοθεωρία του διαφοροποιείται παντελώς από τη δική μας καθώς και ο κώδικας αξιών που εκείνος πρέσβευε. Πάντως με τη στάση ζωής και τις διατροφικές του επιλογές κατάφερε να συνεγείρει τα πολυάριθμα πλήθη των Ινδών σε κοινό ειρηνικό αγώνα για να αποτινάξουν τον Άγγλο αποικιοκράτη-δυνάστη.
Ωστόσο, η επιδίωξη για τις κοινωνίες μας παραμένει η ίδια: να επικρατήσουν συνθήκες και όροι κοινωνικής γαλήνης και να εξοβελιστεί από αυτές η βία. Ακόμη και οι απεργίες πείνας, που, παρότι αποτελούν μέσο ειρηνικής διεκδίκησης εργασιακών δικαιωμάτων και καλυτέρευσης των συνθηκών στην εργασία, ενέχουν το στοιχείο ενός υποδόριου «βίαιου» κοινωνικού εκβιασμού.
Ο απεργός πείνας, μέσα από τη δοκιμασία που ο ίδιος επιλέγει να υποστεί, αναζητά «συμμάχους» και «συνοδοιπόρους» στην επιδίωξη των στόχων του αλλά και στην πραγμάτωση του δικού του Ιδεώδους. Ο τρόπος που επιλέγει για να πετύχει είναι «να τρώει από το δικό του σώμα».
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να προτείνω και στον αμύητο στην επιστήμη της ψυχανάλυσης και τις φροϋδικές ιδέες αναγνώστη να εγκύψει στη μελέτη του Κώστα Νασίκα τόσο για την πρωτοτυπία της σύλληψης του συγγραφέα και τη βαθυστόχαστη ανάλυσή του όσο και για την πληθώρα των πληροφοριών που αποθησαυρίζει διαπερνώντας με θαυμαστή ευχέρεια από το ένα επιστημονικό πεδίο στο άλλο.
Εκείνο πάντως που μου προξένησε εντύπωση και το αισθάνθηκα διαβάζοντας το βιβλίο είναι ότι παρακολουθώντας τη σκέψη του Κώστα Νασίκα, αυτή σε βγάζει σε «ξέφωτα» ή σε «σκοτάδια», που μέχρι τότε δεν είχες φανταστεί ή δεν σε είχαν απασχολήσει, για να τους αφιερώσω χώρο στις σκέψεις μου: λ.χ. η θέαση και η αντιμετώπιση του θανάτου στον σύγχρονο άνθρωπο, η έννοια του καλού και του ιδανικού στον ανθρώπινο βίο, η βία και η νομιμοποίησή της από την κάθε μορφής εξουσία (από τη «μισητή» πατρική φιγούρα στο οιδιπόδειο σχήμα έως τη θεσμοποιημένη κρατική εξουσία), το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης (και άλλα).
Η διαδικασία της ενηλικίωσης και της ψυχικής ωρίμανσης του ατόμου, που ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια βήμα- βήμα ο συγγραφέας, αποδεικνύεται επίπονη: στη διάρκειά της, το άτομο καλείται να «χωνέψει» (μεταβολίσει) και να μετουσιώσει τις αξίες που του εμβολίζει ο «Άλλος» ‒κυριότατα η πρωταρχική μορφή της μητέρας ως «Ιδεώδους»‒ και μέσα από πολυσύνθετες διεργασίες και εσωτερικές συγκρούσεις να καταλήξει στο δικό του «Εγώ» αποφεύγοντας την εξιδανίκευση του «Άλλου».
Η αδυναμία όμως απορρόφησης των ψυχικών «κραδασμών» και της βίας του αποχωρισμού από το «Ιδεώδες» οδηγεί το άτομο στην «ενσωμάτωση του απτού υλικού αντικειμένου και την εξιδανίκευσή του». Ο ανακλαστικός αυτός μηχανισμός, για τον οποίο ο συγγραφέας εφευρίσκει τον νεολογισμό «Ιδεωδοφαγία», βρίσκεται το υπόβαθρο των διαφόρων τροφικών διαταραχών στις σύγχρονες κοινωνίες (τροφική ανορεξία, βουλιμία, παχυσαρκία και άλλες).
Ιδιαίτερα «προκλητική» και ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, είναι η πραγμάτευση του τέταρτου κεφαλαίου της μελέτης, το οποίο ο συγγραφέας τιτλοφορεί προσφυώς «Θάνατο στον θάνατο». Το απόσπασμα αυτό του βιβλίου μου άρεσε περισσότερο.
Για να τεκμηριώσει, λοιπόν, σε αυτό το σημείο του έργου του τον αποκλεισμό του θανάτου στη συνείδηση των ανθρώπων που ενδημούν στις «κοινωνίες της αφθονίας», ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά (σ. 301):
«Η γονιμοποίηση των γυναικών με το σπέρμα του νεκρού συζύγου τους, αλλά και αντίστοιχες επεμβάσεις με κατεψυγμένα έμβρυα, αφήνουν να εννοηθεί πως ο νεκρός παραμένει γόνιμος να συμμετέχει στη ζωή. Η μάλλον πανάκριβη κατάψυξη της σορού ορισμένων βραβείων Νόμπελ και άλλων πλουσίων υποθέτοντας πως, κάποια μέρα, σε μερικούς αιώνες, η επιστήμη θα μπορέσει να τους αναστήσει, δεν είναι παρά η εφαρμογή της πεποίθησης πως ο άνθρωπος νίκησε, επιτέλους, τον θάνατο».
Σημαντικό, εξάλλου, στοιχείο σε πρακτικό επίπεδο είναι ότι πίσω από την ανάλυση που πραγματοποιεί ο συγγραφέας, ψυχαναλυτική κατά βάση, η σπουδή του στη βία και τον καταναλωτισμό μπορεί να αποτελέσει «λυδία λίθο» για να προβληματιστούμε στο πώς μπορούμε να αντιστρέψουμε τους όρους της κοινωνικής βίας μέσα στην οποία μεγαλώνουν τα παιδιά μας μπολιάζοντας την κοινωνία με ανθρωπιά και αλληλεγγύη.
Είναι λυπηρό φαινόμενο αλλά και αδήριτη πραγματικότητα για τον σημερινό δάσκαλο να μην μπορεί να κατανοήσει τις στάσεις και τη συμπεριφορά των εφήβων ώστε να σταθεί δίπλα τους, να τους ακούσει και να τους καταλάβει.
Σήμερα μεγαλώνουμε παιδιά κλεισμένα στους τέσσερις τείχους ενός δωματίου, μπροστά σε μια οθόνη κινητού ή υπολογιστή, χωρίς κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για το σχολείο ‒ακόμη και για την ίδια τη ζωή τους σε κάποιες περιπτώσεις‒, που βιώνουν τη βία σε όλες τις εκφάνσεις της: από τη γειτονιά στο σχολείο και το γήπεδο. Επιπλέον, η παραβατικότητα «χαμηλής έντασης» και η τοξικομανία «εξ απαλών ονύχων» τείνουν να εξελιχθούν σε ενδημικά φαινόμενα.
Οι «απαντήσεις» των γονιών στα ψυχικά αδιέξοδα των παιδιών δεν θεραπεύουν την αδυναμία διαχείρισής τους από τα ίδια, ενώ οι περισσότεροι δάσκαλοι φαντάζουν στα μάτια των εφήβων ως απολιθώματα ενός μακρινού και αδυσώπητου παρελθόντος, που δεν έχει τίποτε κοινό με τη δική τους εποχή.
Η έλλειψη «υγιών» προτύπων από την ελληνική κοινωνία και παγκοσμίως αλλά και η πνευματική ένδεια που τη χαρακτηρίζει τα τελευταία κυρίως χρόνια φαίνεται ότι επιτείνουν το ήδη υπάρχουν πρόβλημα.
Ο «αγώνας» ενάντια στον «ματεριαλισμό», την αλόγιστη και εθιστική κατανάλωση αγαθών σε βαθμό ψυχαναγκασμού, η οποία δεσμεύει και εγκλωβίζει ανθρώπινες ζωές και ψυχές σε διαρκή «εσωτερική βία και ένταση», ευκολύνεται από τη συμβολή ανθρώπων με την πνευματική υπόσταση και το ηθικό παράδειγμα του συγγραφέα.