Χώρα Αγιά

Η σπίλωση ενός ινδάλματος στην Ελλάς του 2025 μ.Χ. (Άρθρο του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου)

Η σπίλωση ενός ινδάλματος στην Ελλάς του 2025 μ.Χ.


Του φιλόλογου Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου


Παρακολούθησα κι εγώ πρόσφατα την τόσο πολύκροτη ταινία “Υπάρχω”, για να βγω τελικά απ’ την αίθουσα πνιγμένος στα ερωτηματικά και τις απορίες. Άραγε πέρα απ’ τον εμπορικό χαρακτήρα, η συγκεκριμένη ταινία τι εξυπηρετεί; Ας το απαντήσει ο καθένας κατά το δοκούν.

Κριτικός κινηματογράφου δεν είμαι κι ούτε σε καμμιά περίπτωση επιθυμώ να παραστήσω τον κήνσορα. Επειδή όμως πάνε χρόνια τώρα που επιδιώκω μια κοινωνιολογική προσέγγιση του έργου του, παρόλο που μένουν ακόμα αρκετά πράγματα να εξερευνήσω, αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω ορισμένες ανακολουθίες, παραλείψεις, ή και μπερδέματα. Δε λέω, οι ηθοποιοί έκαμαν ό,τι τους ήταν δυνατό, αλλά…

Απ’ τις κύριες και βασικές παραλείψεις είναι και η ακόλουθη:

– Ο Στέλιος Καζαντζίδης εμφανίστηκε στο προσκήνιο ακριβώς στα μισά του 20ου αιώνα, τότε που η Ελλάδα έβγαινε ερειπωμένη και ρημαγμένη μέσα από τον Β’ Παγκόσμιο, την κατοχή, την πείνα, τις εκτελέσεις, την κατάρα του εμφυλίου, και πάσχιζε να ορθοποδήσει με την Αμερικανική βοήθεια μέσα στη διάψευση των ελπίδων, στη συναίσθηση της ήττας, στην απόγνωση, στη μαύρη απελπισία. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Ελλάδα κλωσσούσε τις αμαρτίες της, για να επωάσει έτσι τη φτώχεια, την αδικία, τον κατατρεγμό, την εγκατάλειψη, τη δυστυχία, τον πόνο της σκλαβιάς.

Κι αν δεχτούμε ότι το τραγούδι εκφράζει τον ψυχισμό ενός λαού, τότε το τραγούδι του Στέλιου ενσαρκώνει τη σκοτεινή μοίρα του Ελληνισμού κι ο ίδιος δικαιωματικά αναδεικνύεται σε σημαιοφόρο της λαϊκής παρέλασης, μια και είναι ο απόλυτος εκφραστής των αμαρτιών που επώασε η Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Και με την παρουσία του ο Στέλιος από το 1952, που μπήκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία, έως το 2000 που ηχογράφησε και το τελευταίο του τραγούδι (έρχονται χρόνια δύσκολα- το “κύκνειον άσμα” του), αφενός σφράγισε το 2ο μισό του 20ου αιώνα και αφετέρου προφήτεψε το 1ο μισό του 21ου αιώνα! Τις αμαρτίες Ελλάδας εξέφραζε, γι’ αυτό και ο κόσμος τον θεοποίησε, ταύτισε ετυμολογικά και εννοιολογικά τη λέξη τραγούδι με την αρχαία τραγωδία. Ο αδικημένος, ο κυνηγημένος, ο άνθρωπος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα ακούγοντας τη φωνή του ένιωθε πως δεν παλεύει μονάχος του. Υπάρχει και κάποιος άλλος γύρω του. Ο ξενιτεμένος ακούγοντας τη φωνή του μεταφέρονταν δια μαγείας στην πατρίδα. Κι έτσι η φωνή του αποτέλεσε το μεγαλύτερο ανάχωμα στην εθνική μας αλλοτρίωση. Νομίζω πως απ’ τα παραπάνω τίποτα δεν επιχειρήθηκε να δοθεί.

– Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν είδα να γίνεται καμμιά αναφορά σε κάποια ιερά τέρατα του λαϊκού μας τραγουδιού. Δερβενιώτης, Μπακάλης, Θεοδωράκης, Χατζηδάκης, Λεοντής, Παπαγιαννοπούλου, Λύδια, Πόλυ Πάνου κ.α. Και δεν έγινε επίσης καμμιά αναφορά στον Τσιτσάνη! Θα πω τούτο μόνο: Μπορεί ο Γ. Παπαϊωάννου να επέβαλε δισκογραφικά τον Καζαντζίδη και να του έσωσε τη ζωή, όταν χρειάστηκε. Ο Τσιτσάνης όμως ήταν εκείνος που επένδυσε πάνω στη φωνή του νεαρού Στέλιου, για να μετατρέψει το τραγούδι από ρεμπέτικο σε λαϊκό. Δηλαδή επεδίωκε να εγκαταλείψει την ομαδική μοιρολατρία και να καθιερώσει την καταγγελτική διαμαρτυρία του ατόμου μέσα από το λαϊκό τραγούδι. Αργότερα ο Θεοδωράκης θα εγκαινιάσει τον επαναστατικό στίχο.

Δεν θέλω να επεκταθώ και σε άλλα άγνωστα γεγονότα λόγω οικονομίας του χώρου. Θα δημοσιεύσω βέβαια πάμπολλα, αν ο Άγιος Πέτρος δεχτεί να παρατείνει πιο πολύ την επ’ αόριστον άδεια που μου έχει χορηγήσει επί γης. Ίδωμεν…

Πάντως  γίνονται στην ταινία μπερδέματα επί μπερδεμάτων. Και δεν τηρείται σχεδόν καθόλου η χρονική ακολουθία. Λ.χ. ο Στέλιος με την Γκρέη χώρισε το 1954 λόγω Σεβάς Χανούμ. Τη Μαρινέλα τη γνώρισε το 1957! Πως βρέθηκε η Γκρέη να τους βρίζει στη Θεσσαλονίκη; Και τόσα άλλα! Προσοχή. Αυτά και αλήθειες να ήταν, δεν μπορείς να τα φορτώνεις ελαφρά τη συνειδήσει σ’ ένα λαϊκό ίνδαλμα, γιατί είναι σαν να παίζεις έτσι με τη φωτιά της καρδιάς. Κι αυτή η φωτιά αργά ή γρήγορα θα σε κάψει. Εξάλλου θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο νεκρός δεδικαίωται! Δεν μπορείς να τον σπιλώνεις και μετά θάνατον. Είναι τουλάχιστον ιεροσυλία. Αρκετά διώχθηκε απ’ το κατεστημένο εν ζωή. Φτάνει πια.

– Δεν κατάλαβα επίσης γιατί σώνει και καλά ο Έλληνας πρέπει το ρήμα “υπάρχω” να το ταυτίσει με μία συγκεκριμένη στιγμή της καριέρας του Καζαντζίδη, πριν και μετά την όποια ο καλλιτέχνης είναι σαν να μην υπάρχει! Ενώ υπάρχει η Μαρινέλα και πριν και μετά!

Ο δε Νικολόπουλος γίνεται ο κατεξοχήν δημιουργός και σκιάζει τους πάντες απ’ τα γενοφάσκια του!

– Και τέλος ενημερωτικά θα το πω απευθυνόμενος στους δημιουργούς της ταινίας ότι ο Στέλιος σταμάτησε τις εμφανίσεις του στα κέντρα το 1965, για λόγους που δεν σχετίζονται με τα όσα δείχνουν ετεροχρονισμένα (το ’56, το ’58, το ’61…) στην ταινία…

– Τελικά η καταγραφή της ζώσας ιστορίας θέλει πολύ μεγάλη προσοχή, γιατί κάποια στιγμή και κατά τρόπο δραματικό σε φέρνει αντιμέτωπο με τη δική σου αλήθεια. Τον πιο φοβερό κριτή του καθενός μας. Και ανάμεσα στα άλλα, σε αρκετά σημεία της ταινίας λειτούργησε και το στοιχείο της υπερβολής. Αρνητικά για τον Καζαντζίδη, θετικά ίσως για άλλους. Προσωπικά πάντως αναρωτήθηκα ποιον Καζαντζίδη επιδιώκει να προβάλει η εν λόγω ταινία; Αυτόν μήπως που επιδιώκει να διαιωνίσει το κατεστημένο;

Ευελπιστώ λοιπόν να εκδώσω τελικά, το χειρόγραφο ακόμα, βιβλίο μου για τον Στέλιο. Κι εκεί έχω να πω όσα δεν χωρούνε οι εφημερίδες. Για την ώρα θα περιοριστώ στο πώς ξεκίνησε την τόσο μακρά και συνάμα τόσο ταραγμένη καριέρα του αυτός ο άνθρωπος.

Βρισκόμαστε στα 1952. Είναι ήδη φαντάρος. Στις εξόδους του, ή όποτε μπορεί, μπαίνει με την κιθάρα του στα κουτούκια για το χαρτζιλίκι του, για τη βοήθεια της μάνας του και του αδερφού του. 20 χρόνο παλληκάρι. Η ακατέργαστη ακόμα φωνή του δίνει σημάδια έντονα σ’ όσους ξέρουν από τραγούδι. Τον ακούνε ο Τσάντας, ο Χρυσίνης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας. Κι ύστερα τον είδαν κι όλοι οι άλλοι. Κι έπεσαν να τον εκμεταλλευτούν.

Για τον άνθρωπο αυτό ό,τι και να πει κανείς δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Προς το παρόν θα περιοριστώ στην πρώτη του ηχογράφηση, που τόσο τον απογοήτευσε και παραλίγο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Παραλίγο να μην είχε υπάρξει Καζαντζίδης. Ιούνης 1952. Ο Καλδάρας, καταξιωμένος ήδη συνθέτης, του εμπιστεύεται το τραγούδι “για μπάνιο πάω”. Κι ο Στέλιος το ηχογραφεί με μια φωνή μεταξύ του Μπίνη και του Τσαουσάκη. Το τραγούδι δεν πούλησε. Αποτυχία οικτρή για τον ελπιδοφόρο φαντάρο. Μάλιστα ο Δ/ντής ηχογραφήσεων της Columbia, Μηλιόπουλος, τον αντιμετώπισε σκαιότατα λέγοντάς του πως αυτός μουγκρίζει, δεν τραγουδάει. Και βέβαια τον έβαλε σε καραντίνα.

Πάλεψε με νύχια και με δόντια η Γκρέη να τον επαναφέρει στη δισκογραφία. Τον στήριξε μ’ όση δύναμη είχε, απείλησε μάλιστα ότι θα φύγει απ’ την εταιρεία αν δεν τον δεχτούν σε καινούργιες ηχογραφήσεις. Οι υπεύθυνοι όμως ανένδοτοι. Ώσπου τον επέβαλε σχεδόν με το έτσι θέλω ο Γιάννης Παπαϊωάννου δίνοντάς του το τραγούδι “οι βαλίτσες” που τελικά έγινε μεγάλη επιτυχία, παρά το ότι ο Μηλιόπουλος εξακολουθούσε να γκρινιάζει πως η φωνή του Στέλιου πατάει πάνω στον Τσαουσάκη. Μάλιστα, όταν σε λίγο η εταιρεία θα διαπιστώσει ότι ανακάλυψε στη φωνή του νεαρού ένα αστείρευτο χρυσωρυχείο, έκαμαν τα αδύνατα δυνατά να τον φέρουν από τη Μακρόνησο στην Αθήνα. Οι ηχογραφήσεις γίνονται πλέον ασταμάτητες. Και η καριέρα του διαγράφεται ουράνια.

Σ’ άλλη χώρα, πολιτισμένη, αυτός ο καλλιτέχνης θα αποτελούσε αντικείμενο εκπαιδευτικής μέριμνας και μελέτης. Στην Ελλάς όμως του 2025, το κατεστημένο τον θέλει να πίνει νερό στην κόλαση…

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email