Χώρα Αγιά

…απ’ τον απόηχο του “υπάρχω” / Κείμενο του φιλόλογου Οδυσσέα Τσιντζιράκου

…απ’ τον απόηχο του “υπάρχω”


Του φιλόλογου Οδυσσέα Τσιντζιράκου


Μπορεί να κινδυνεύω να θεωρηθώ ως κατεξοχήν θαυμαστής του Στέλιου Καζαντζίδη, πράγμα βεβαίως που απάδει στην ηλικία μου και στην ιδιότητά μου. Ήδη έχω ακούσει τα “σχολιανά μου” ύστερα απ’ τη ζωντανή παρουσίαση που κάναμε το καλοκαίρι του 2024 στη Βελίκα, καθώς και από τις πρόσφατες τηλεοπτικές εκπομπές στο T.R.T. Και τι δεν μου έχουνε πει: Μέχρι πως έφτασα να τον… Θεοποιήσω! Όμως εύκολα πια διακρίνει κανείς την καλοπροαίρετη χιουμοριστική κριτική από την δηλητηριασμένη έκφραση της εμπάθειας. Και μη μας διαφεύγει ότι η πρώτη πηγάζει από την επικοινωνιακή ανάγκη της γνώσης, ενώ η δεύτερη αποτελεί απότοκο μίας στείρας στερεοτυπικής προκατάληψης, που παράγεται από την άγνοια ή την ημιμάθεια και εκδηλώνεται με αλαζονικό εγωϊσμό. Εντέλει οι πολλοί ξέρουν να κρίνουν σωστά. Αυτό αρκεί. Τους άλλους εώ χαίρειν. Και αφήνω στην άκρη την ταινία, καθόσον, ο γέγραπται γέγραπται.

Άκουγα όλα μου τα χρόνια, και συνεχίζω ν’ ακούω από κάποιους, ακόμα και τώρα που συμπληρώνονται 25 χρόνια απ’ τον θάνατό του, ότι ήταν δύστροπος, ανάποδος, εγωιστής, τσιγκούνης, φιλοχρήματος, γυναιμανής και μισογύνης συνάμα, τζογαδόρος, πότης, αχάριστος, φουμαδόρος και τα τοιαύτα. Άνθρωπος δηλαδή του σκοινιού και του παλουκιού. Αλλά ήθελα να ήξερα μόνο: Αυτοί που τα έλεγαν, όσο ζούσε, και εξακολουθούν να τα λένε και τώρα, τον γνώρισαν από κοντά; Τον είδαν ποτέ τους; Είχαν μαζί του κάποια συναλλαγή; Άκουγα να τον χλευάζουν και να τον βρίζουν κάποιοι κοροϊδεύοντάς τον για τραγούδια που… τραγούδησαν άλλοι και όχι ο Στέλιος! Ούτε κι αυτό ακόμα δεν γνώριζαν. Ήξεραν όμως να σπέρνουν πράγματα αβάσιμα. Και μάλιστα εναντίον ενός ανθρώπου ο οποίος έδωσε την ψυχή του για τη στήριξη μίας Ελλάδας, που ήδη έπαψε να υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Αλλά τα πανύψηλα δέντρα είναι που τραβούν τους κεραυνούς και όχι οι θάμνοι και οι μολόχες. Όμως οι Έλληνες που εξακολουθούν να ζουν σ’ αυτή την Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, στη συντριπτική τους πλειοψηφία παραληρούν, όταν συμμετέχουν σ’ όποια εκδήλωση γίνεται προς τιμή του. Είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό. Και τούτο γιατί στα μαύρα χρόνια που η Ελλάδα πάσχιζε να σταθεί στα πόδια της, ο δυστυχισμένος προλετάριος στο άκουσμα της φωνής του ινδάλματός του αισθάνονταν δίπλα του κάποιο στήριγμα, ενώ ο ξενιτεμένος μεταφέρονταν νοερά στην πατρίδα και κρατούσε ζωντανές τις ελπίδες επιστροφής του…

Βεβαίως δεν τον ήθελαν οι «καθωσπρεπικοί» αστοί, που φρόντισαν να διαιρέσουν την κοινωνία σε κόσμον και υπόκοσμον. Και αυτοχαρακτηρίστηκαν ως κόσμος, ενώ συλλήβδην όλοι οι άλλοι ήταν ο υπόκοσμος! Το υπέργειον κοσμικόν κέντρον ήταν ο χώρος διασκέδασης του κόσμου! Το υπόγειο καπηλειό του υπόκοσμου. Ο Στέλιος όμως ως κόσμο δικό του είχε τους ανθρώπους του μόχθου. Γι’ αυτούς τραγουδούσε, γι’ αυτούς έδινε ψυχή. Τους κυρίους με τα κασμίρια δεν τους πήγαινε, όπως δεν τον πήγαιναν και αυτοί. Κι ούτε δέχτηκε να τους προσκυνάει, κι ούτε δέχονταν να τραγουδάει για την φτώχεια και την εργατιά και να χορεύουν όσοι έσπαγαν πιάτα με τον τόνο, άναβαν στην πίστα χαρτονομίσματα, πυροβολούσαν τους καλλιτέχνες με λουλούδια και συνέθλιβαν με τη φτέρνα της μπότας τις ελπίδες του εργάτη, είτε αυτός ανήκε στην αριστερά, είτε στήριζε την δεξιά παράταξη . Δεν δέχονταν πια να τραγουδάει “Μια καινούργια κοινωνία θε να χτίσω, κι απ’ τον κόσμο φτώχεια κι άδικο να σβήσω…” και να το χορεύει μπροστά του αλαζονικά και ξιπασμένα με το πούρο στο στόμα όποιος ή όποια πάτησε τσιγαρόχαρτο και νόμιζε πως άγγιξε τον ουρανό.

Κι επειδή σε όσες έρευνες έχω κάμει ως τώρα, πάντα προχωρούσα με γνώμονα τη λατινική ρήση “ex ungue leonem”(=cognoscis) απ’ το νύχι καταλαβαίνεις το λιοντάρι, ή από ασήμαντες μικρολεπτομέρειες αναγνωρίζεις τις καταστάσεις, με την ίδια ταχτική αναφέρομαι και στα όσα διαβάζω ή βλέπω για τη ζωή και τη δράση του ανθρώπου αυτού. Είναι πάμπολλα αυτά που θα έπρεπε να επισημάνω. Αλλά μ’ εμποδίζει η οικονομία του χώρου.

Επί παραδείγματι: θα έπρεπε να είχε βρεθεί τρόπος να αρθεί από πάνω του το στίγμα του φιλοχρήματου που του κόλλησαν οι επικριτές του. Ήταν φιλοχρήματος αυτός που δεν υπέγραψε λευκές επιταγές των εταιρειών; Αυτός που του δίνανε εκατομμύρια στα κέντρα μόνο και μόνο για να τον βλέπει ο κόσμος; Αυτός που επί 12 συνεχή χρόνια αρνήθηκε τη δισκογραφία χάνοντας δισεκατομμύρια; Αυτός που κλώτσησε τις εμφανίσεις του στα κέντρα, όντας μόλις 34 ετών και βρισκόμενος στον κολοφώνα της ακμής του; Μη μας διαφεύγει ότι κατά την περίοδο της χρυσής του εποχής (1955-1966), ο άνθρωπος ήταν σαν τον Μίδα: Ό, τι έπιανε στο στόμα του, το έκανε χρυσάφι…

Θα μπορούσα πολλά να πω και για τις σχέσεις του με το γυναικείο φύλο. Δεν ξέρω όμως σε τι θα βοηθούσε μία τέτοια αναφορά. Η σχέση και η συνεργασία του με την Σεβάς Χανούμ, την Λύδια ή την Πόλυ Πάνου ή τη Διαμάντη, δεν έπρεπε να είχαν αποσιωπηθεί. Έπειτα -θα το πω ξανά- ο δίσκος «υπάρχω» μέσα στον οποίο επιχείρησαν να περικλείσουν ολόκληρη την εμβέλεια του Καζαντζίδη, κυκλοφόρησε το 1975. Και μετά ο καλλιτέχνης σταμάτησε και τη δισκογραφία, για να επανεμφανιστεί το 1987! Μέχρι το 1975 είχε ήδη στην πλάτη του μια χρυσή καριέρα 23 χρόνων. Για μένα την καθαυτό καριέρα του. Κι αυτή μάλλον παρουσιάζεται με ετεροχρονισμένους καυγάδες στα μαγαζιά ή με δελεαστικές προτάσεις των εταιριών, ή με την αρρωστημένη ενασχόλησή του με το ψάρεμα και τις γυναίκες. Αυτά έπρεπε να προσεχθούν. Και το τί έγινε μετά το «υπάρχω»; Σκότος. Ο Καζαντζίδης έπαψε να υπάρχει…

Και η σκηνή υπογραφής του συμβολαίου του με τον Μάτσα γεννά πολλά ερωτηματικά. Κατά την ταινία ο Μάτσας του ζήτησε 100 τραγούδια! Ωραία. Εγώ απ’ όσα γνωρίζω, στον Μάτσα ο Καζαντζίδης υπέγραψε στα μισά του 1963. Στην κορυφή δηλαδή της δόξας του. Τότε που τα 100 τραγούδια τα ξεπέταγε μέσα σε 2-3 μήνες και τα έκαμνε όλα χρυσές επιτυχίες. Από το 1963 μέχρι το 1975 είναι 12 παραγωγικότατα χρόνια. Κι όμως ο Καζαντζίδης φέρεται να χρωστάει στον Μάτσα 72 τραγούδια ακόμα, όταν ηχογραφήθηκε το «υπάρχω». Μα αν κανείς βάλει τα πράγματα κάτω, τότε θα δει ότι από το 1963 ως το 1975 ο καλλιτέχνης όχι μόνο υπερκάλυψε την υποχρέωσή του αυτή, αλλά έδωσε τόσα που ακόμα υπάρχουν τραγούδια του που ο κόσμος τα ακούει πρώτη φορά! (Σ’ αυτό σύντομα θα αναφερθώ σε ειδικό άρθρο, υπάρχει άλλωστε αποχρών λόγος). Και εδώ γίνεται επίσης ένα γερό μπέρδεμα. Εκτός αν πρόκειται για συμφωνία διαφορετική από εκείνη του 1963. Και ενώ έχουν ασχοληθεί τόσοι και τόσοι με τον αριθμό των τραγουδιών του, ο ακριβής αριθμός δεν βρέθηκε ακόμα. Πιστεύω πως θα βρεθεί μόνον αν ο Μάτσας δημοσιοποιήσει τα αρχεία των εταιριών.

Τέλος, σε καμμιά περίπτωση ο Καζαντζίδης δεν μπορεί να αποδοθεί μέσα από έναν μονάχα δίσκο, ερωτικού περιεχομένου, που στο κάτω κάτω της γραφής είχε γραφτεί γι’ άλλον καλλιτέχνη (Μητροπάνος) και βρέθηκε να το τραγουδήσει ο Καζαντζίδης. Και ας λείπει εντελώς μέσα απ’ αυτό ο Καζαντζίδης.

Το «υπάρχω» δεν είναι το «κύκνειο άσμα» του καλλιτέχνη. Αυτό τραγουδήθηκε προφητικά το 2000 και έδωσε το στίγμα για τα επόμενα 50 χρόνια. Τα 25 ήδη πέρασαν. Και ως τώρα βγαίνει αληθινός: «έρχονται χρόνια δύσκολα».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email