Χρόνια Προστατίτιδα
Γράφει ο Αναστάσιος Χριστοδούλου*
Ο όρος «χρόνια προστατίτιδα» περικλείει μια πλειάδα συνδρόμων που εκλύονται λόγω φλεγμονής του προστάτη αδένα, αλλά σχετίζονται στενά και με δυσλειτουργικά φαινόμενα των ανατομικών δομών που συγκροτούν το «πυελικό έδαφος».
Τύποι Χρόνιας Προστατίτιδας
Υπάρχουν 2 τύποι χρόνιας προστατίτιδας:
- Η μικροβιακή
- Η μη μικροβιακή, με στοιχεία φλεγμονής στο προστατικό υγρό το σπέρμα ή τα ούρα μετά από μάλλαξη προστάτη καθώς και χωρίς στοιχεία φλεγμονής
Συμπτώματα Χρόνιας Προστατίτιδας
Η χρόνια προστατίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ενοχλήσεις από το ουροποιητικό σύστημα όπως:
- Συχνουρία
- Αίσθημα ατελούς αδειάσματος της κύστης
- Ουρηθρικός πόνος
- Δυσχέρεια στην ούρηση
- Ακαθόριστος πόνος στην κατώτερη κοιλιά, στους όρχεις και το περίνεο.
Σε ορισμένους ασθενείς παρατηρείται:
- Mία μόνιμη ενόχληση ή πόνος κατά την εκσπερμάτιση
- Αίμα στο σπέρμα (αιμοσπερμία)
- Δυσάρεστη οσμή
- Αλλοιωμένο χρώμα του σπέρματος
- Πρόωρη εκσπερμάτιση ή/και στυτική δυσλειτουργία
Διάγνωση Χρόνιας Προστατίτιδας
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται με τη βοήθεια του ιστορικού του ασθενή, την κλινική εξέταση, τον απεικονιστικό και εργαστηριακό έλεγχο
- Δακτυλική εξέταση
Ο κλινικός έλεγχος περιλαμβάνει τη δακτυλική εξέταση του προστάτη από το ορθό, η οποία προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση του προστάτη.
- Διορθικό υπερηχογράφημα
Από τις απεικονιστικές εξετάσεις το υπερηχογράφημα ιδίως από το ορθό (διορθικό υπερηχογράφημα), δίνει στο γιατρό λεπτομερή απεικόνιση της ανατομίας του προστάτη και των σπερματοδόχων κύστεων, που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον προστάτη. Πολύ συχνά ο προστάτης παρουσιάζει ανομοιογενή εικόνα με επασβεστώσεις, αυξημένο μέγεθος και διόγκωση των σπερματοδόχων κύστεων. Τα ευρήματα αυτά είναι μη ειδικά, που σημαίνει ότι μπορεί να τα συναντήσουμε και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις (π.χ. υπερπλασία, καρκίνος).
- Εργαστηριακός έλεγχος
Χρειάζεται η γενική ούρων και η καλλιέργεια όπως και η καλλιέργεια σπέρματος. Βέβαια η εμφάνιση των συμπτωμάτων δεν συνοδεύεται απαραίτητα από ανίχνευση μικροβίων στα ούρα, το προστατικό υγρό ή το σπέρμα.
- Ουροροομετρία
Οι άνδρες με χρόνια προστατίτιδα μπορεί να εμφανίζουν δυσχέρεια ούρησης (αποφρακτική ούρηση).
Η πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση των ουρολογικών παθήσεων γλιτώνουν τους ασθενείς από μεγάλη ταλαιπωρία.
Συστήνεται η επίσκεψη στον ουρολόγο 1 φορά το χρόνο μετά την ηλικία των 50 ετών.
- Ουρηθροσκόπηση και κυστεοσκόπηση
Είναι εξετάσεις που συνήθως δεν απαιτούνται, παρά μόνο σε περιπτώσεις που ο γιατρός υποψιάζεται ανατομικά προβλήματα και θέλει να τα αναδείξει. Τέτοια προβλήματα είναι τα στενώματα της ουρήθρας και ο υπερτροφικός ή σκληρυντικός αυχένας της ουροδόχου κύστης.
Θεραπεία Χρόνιας Προστατίτιδας
1. Φαρμακευτική αγωγή
Σε όλους τους ασθενείς αρχικά χορηγείται αντιβίωση ευρέως φάσματος για διάστημα 2 εβδομάδων με δυνατότητα παράτασης ανάλογα με το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
- Αντιβιοτικά
Συνήθως ο γιατρός επιλέγει τις λεγόμενες κινολόνες νεώτερης γενιάς (σιπροφλοξασίνη, οφλοξασίνη, λεβοφλοξασίνη κ.α.). Οι κινολόνες διαπερνούν τον αιμοπροστατικό φραγμό και δημιουργούν ικανοποιητικές θεραπευτικές συγκεντρώσεις μέσα στα προστατικά αδένια.
- α-αδρενεργικοί αποκλειστές
Σε έντονη υποκυστική απόφραξη ο γιατρός χορηγεί και φάρμακα που βελτιώνουν τη ροή των ούρων, τους λεγόμενους α-αδρενεργικούς αποκλειστές (αλφουζοσίνη, ταμσουλοσίνη κ.α.).
- Άλλα φάρμακα
Άλλη φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να χορηγηθεί είναι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και τα μυοχαλαρωτικά, ιδίως στις περιπτώσεις όπου κυριαρχεί το στοιχείο του πόνου και του σπασμού του πυελικού εδάφους.
Βοηθητικά επίσης λειτουργούν ορισμένα φυτικά εκχυλίσματα, καθώς και αντιοξειδωτικές ουσίες (serenoa repens).
2. Μαλάξεις προστάτη
Η εκτέλεση από τον Ουρολόγο μαλλάξεων του προστάτη αποτελεί μια παλαιά πρακτική, που προσφέρει θεραπευτικό όφελος. Ενδείκνυται ιδιαίτερα στους ασθενείς με μη βακτηριακές φλεγμονές, όπου ο προστάτης διαπιστώνεται συμφορημένος και επώδυνος κατά τη δακτυλική εξέταση.
Τρόποι προφύλαξης Χρόνιας Προστατίτιδας
Η χρήση προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή είναι ενδεδειγμένη, καθώς απομακρύνει τον κίνδυνο επαφής με νέα μικροβιακά στελέχη κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι μολονότι δεν πρόκειται για σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, σε περίπτωση ενοχλήσεων της σεξουαλικής συντρόφου καλόν θα ήταν να γίνει έλεγχος αυτής από το γυναικολόγο.
*Αναστάσιος Χριστοδούλου
MD, MSc Χειρουργός Ουρολόγος Ανδρολόγος
Επιμελητής ουρολογικής κλινικής, 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λάρισας